Το βλέμμα του ήταν τόσο κοντά στο δικό μου.
Θαρρείς έκρυβε παράπονο, θλίψη, λύπη.
Τον κοίταξα καλύτερα.
Τα μάτια του σαν δάσος "καψαλιασμένο"
που η φωτιά τ' "ακούμπησε" αλλά δε το κάψε,
σαν θάλασσα γκρίζα που καθρεφτίζει το
συννεφιασμένο ουρανό λίγο πριν τη καταιγίδα.
Το πρόσωπο του σκοτεινό, γεμάτο ρυτίδες, βαθιές,
τόσο που ο ιδρώτας που έρεε τις έκανε να μοιάζουν
σαν ποτάμια την άνοιξη όταν λιώνουν τα χιόνια,
κείνη την ώρα που ο ήλιος δύει, και αφήνει
Προσπάθησε κάτι να μου πεί, αλλά φωνή δε βγήκε,
νομίζω κάτι σαν ψίθυρος, κάτι σαν θρόισμα φύλλων
στο φύσημα τ' ανέμου, και μου ψέλλισε:
"Με πνίγει ο εγωισμός σας,
τα κάλπικα χαμόγελα, τα δανεισμένα λόγια,
μαύρη η ψυχή μου, σε τούτα κολυμπά,
απ' έξω θε να μείνω, το κάστρο σας λερώνω,
Αταίριαστος μπαγάσας, στου μυαλού σας το καμβά"
Λέγοντάς μου τούτα, έγειρε μπροστά και μόλις
μπορούσα να διακρίνω δάκρυα στα μάτια του,
μόλις μπορούσα να αφουγκραστώ τους λυγμούς του,
δάκρυα, λυγμοί, ενός μωρού που ζητούσε μια γονική αγκαλιά,
ενός απόμαχου της ζωής που "έχασε" το ταίρι του.
Άπλωσα το χέρι να του δώσω παρηγοριά, μα αυτός,
με κοίταξε με βλέμμα γεμάτο μίσος, ύψωσε τη γροθιά του
και θρυμμάτισε το γυαλί που μας χώριζε, ενώνοντας μυαλό ,
καρδιά, ψυχή, θαρρείς πως έτσι θα 'βρισκε λύτρωση
Θανάσης Καλλονιάτης Κατοχυρωμένο 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου