Βαδίζω μόνος... Γιάννης Χαραλαμπάκης.

Ανάμεσα σε αυτό που είμαι και σε αυτό που θα ήθελα να είμαι
γίνεται ένας συνεχής πόλεμος, με μάχες που άλλες φορές
κερδίζω και άλλες φορές τις χάνω.
Κάθε μέρα χωρίς κανένα λόγο αναρωτιέμαι,
αν καλό σημαίνει να είσαι κακός
και κακό σημαίνει να είσαι καλός.
Αυτό το αίσθημα του να μην καταλαβαίνω αυτόν τον κόσμο,
δεν θα μπορέσω ποτέ να το αποβάλλω.
Με κουράζει η μοναξιά,
αλλά πολύ περισσότερο με κουράζουν οι άνθρωποι
που προσπαθούν να μπουν ανάμεσά μας.
Ανάμεσα σε μένα και την μοναξιά μου.
Δεν θέλω να ακολουθώ κανέναν
εκτός απο τον ίδιο μου τον εαυτό.
Εγώ είμαι ο ταξιδιώτης, εγώ και το ταξίδι.
Αν θέλεις να έρθεις μαζί μου, έλα,
αλλά μη με εμποδίσεις να συνεχίσω να βαδίζω μόνος...
Γιάννης Χαραλαμπάκης.

Ενθυμήματα... Δημήτρης Φιλελές.

Ξεβράζει η θάλασσα ενθυμήματα
μικρά λειασμένα θραύσματα
με ακμές φαγωμένες
από του κύματος την υπόγεια ροή
γραμματόσημα ανεπίδοτων επιστολών
με παραλήπτες δυσανάγνωστους
από της αρμύρας τη σκόνη
φωτογραφίες κηλιδωμένες
με χαμόγελα θολά
από της οξείδωσης τη βεβαιότητα
φορέματα αλλοτινής ήβης
με δαντέλες κιτρινισμένες
από του χρόνου την τριβή
μαζί τους αναβλύζει αχνό
ένα διακριτικό άρωμα λεβάντας
που διεγείρει την αφή
γιατί αυτή μόνη
ποτέ δεν λησμονεί
των ερώτων τους μυστικούς υποδοχείς.

Νόστος... Γιάννης Μπόκας.

Καινούργια μέρα καρτερώ
σε ονειρεμένο τόπο!
Ξυπνούν τη σύθαμπη σιωπή
στά αγριοχαράματα πουλιά..
Από παράθυρα ανοιχτά
που αφήνω καλοκαιρινές νυχτιές
εισέρχονται στη μνήμη μου
φανταχτερές εικόνες!
Νόστου χαρές και μισεμός,
ξημέρωμα με τη δροσιά
σε αγκαθωτά παλιάλωνα
φθάνοντας ξεπεζεύουν..
Σάν άλογα ξεκούραστα
γυρίζουν στο πλακόστρωτο,
δεμένα κάθε Αύγουστο
σέ ενα παλούκι κέδρινο
μιάς πεθυμιάς πανώργιας!
Χαράζει βλέμμα λιόχαρο
από ανατολίτικη κορφή
κι ένα αδρό χαμόγελο
στά χείλη μου ανεβαίνει..
Στόν τόπο που μεγάλωσα
πάλι σάν ξαναβρίσκομαι
μίας φωλίτσας ζεστασιά
ο πόθος ξαναβρίσκει!
Σάν χελιδόνι απόδημο
που επανέρχεται άνοιξη
σε κατατόπια που αγαπά
και νήρεται η ψυχή του!
Κι ένα φευγάτο όνειρο
στο νού μου ξαγρυπνώντας,
σάν γέρνω ν’αποκοιμηθώ
στέκεται πάντα δίπλα μου,
σάν στοργικιά μανούλα μου
γιά νά μέ νανουρίζει!

Γιόμισε αρώματα... Θανάσης Καλλονιάτης.

"Γιόμισε αρώματα η περασιά σου,
ούλοι προσκύνησαν την θεϊκή θωριά σου,
η θάλασσα γαλήνεψε,
ξάνοιξε ο ουρανός,
στων ματιών σου βυθίστηκα
το φως.
Κει έμεινα να σε θωρώ,
όνειρο απατηλό,
κυνηγός σε ύπουλο καρτέρι,
λαφίνα συ, περήφανη, γοργή,
τρυφερά σ' άγγιζε τ' αγέρι.
Σκλαβιά ψυχής , καρδιάς φωτιά,
του κορμιού σου ή θωριά,
του μυαλού μου η φυγή ,
Έυας η κληρονομιά,
μια αιώνια φυλακή".

Όλα δικά σου... Γεωργία Χαλαζωνίτου.

Πίσω από νοτισμένα τζάμια, θολά από αχνιστές ανάσες,
μετράς μνήμες, που σαν ταξιδιώτες διαβαίνουν αφήνοντας
πορφυρόμαυρες αποχρώσεις, γλυκόπικρες γεύσεις.
Ποιος να σταθεί να δει; Ποιον τον νοιάζει, πόσο ζυγιάζει
κάθε μια; Τις έζησες, τις νοσταλγείς, τις δάκρυσες,
όλες κομμάτια ζωής.
Όσα ήθελες, πρόσμενες, όσα ελπίζεις να έρθουν,
αυτά που προσπέρασες, όσα ποτέ δε θα έρθουν.
Όλα δικά σου, τόσο εσύ. Σηκώνεις το ποτήρι και πίνεις
για τη στιγμή που έζησες, για αυτή που δεν τόλμησες
να ζήσεις, για όσες ονειρεύτηκες, για εκείνες που ήταν
οφθαλμαπάτες, γι' αυτές που θα ζήσεις από εδώ και πέρα,
για όσες ποτέ δεν θα έρθουν αλλά τις περιμένεις,
για μια στιγμή, για μια ζωή.

Η αγάπη ηταν κάψιμο... Effrosyni Zografou.

Σαν δύο κούκλες από χιόνι...
Εμείς απλά θα διαλυθουμε...
Όταν αγαπάμε ο ένας τον άλλον...
Σαν δύο κούκλες από χιόνι
Εμείς δεν ανοιγόκλεινουμε τα μάτια...
Όταν κοιτάμε...
Η αγάπη ηταν κάψιμο...
Όταν αγγίζουμε...
Έχεις μάτια σαν το κάρβουνο...
Και το βλέμμα έπιασε φωτιά...
Σε κλείδωσα μέσα στην ψυχή μου...
και ας τελειωνουν ολα απλα θα ειμαι παντα εκει .

Φτερά κομμένα...

Είσαι τα πάντα ή το τίποτα ταυτόχρονα
Απ’ το στομάχι έως το κεφάλι μπερδεμένα
Αν αγαπήθηκες ποτέ είναι κατόρθωμα
Πριν γίνεις χώμα για λουλούδια μαραμένα
Παίρνω σοβαρά όσους μιλάνε χαμηλόφωνα,
άμα φωνάξω σημαίνει θα πέσει αίμα
Όσοι πετάξαμε και πέσαμε απότομα
Άγγελοι θα μείνουμε στην γη,
φτερά κομμένα
Από τη μήτρα όταν βγήκα δεν θυμάμαι και πολλά
Απλά μου είπαν ότι έκλαιγα και αυτά είναι αρκετά
Με έπνιγαν σε καζάνι που το έλεγαν κολυμπήθρα
Να ξεπλύνουν οι αμαρτωλοί αμαρτίες που δεν είχα
Οι γύρω με ανάγκαζαν να ωριμάσω γρήγορα
Σε όσα δεν βρίσκουν λύση τα βαφτίζουν προβλήματα
Μου εξηγούσαν την ζωή πάνω στον πίνακα
με γράμματα, με νούμερα, δεν κατάλαβα τίποτα
Ο κόσμος άρχισε να γίνεται περίεργος
Ο φόβος εξαπλώνεται μα πώς να μείνω ήρεμος;
Όχι άλλη βία, στο μαξιλάρι ψέλλιζα,
φωνές από την κουζίνα και από το διπλανό διαμέρισμα
Το κάθε δάκρυ έγινε πληγή στη μνήμη,
σταγόνες κατακόκκινες σαν περπατώ αφήνει
Δεν είναι δύσκολο σε κάποιον να με κρίνει
Έχω επιλογές όμως για αυτές έχω ευθύνη
Μου λένε πώς να φέρομαι, πώς να μιλώ ή να χαίρομαι
Ορίζουνε το ανώμαλο και αν είμαι αυτό να ντρέπομαι
Αυτό το σύστημα δεν σπάει και το σιχαίνομαι
Η μέρα δεν αργεί να είναι παράνομο να σκέφτομαι
Μου λένε "σκάσε η σιωπή είναι χρυσός",
συνεχίζω να μιλώ, έτσι και αλλιώς είμαι φτωχός
Αν οι λέξεις δεν αρκούν καταλήγουνε κραυγές
Θα σου κάψουν την βιτρίνα, άμα προλαβαίνεις βγες
Αντί για αέρα, αναπνέω την χολέρα
Τα όνειρά μου όλα καταντήσανε καριέρα
Τι κι αν δεν είμαι άγιος, μα νιώθω την φοβέρα
Κρατάει κάθε μέρα, έως Κυριακή από Δευτέρα
Προτείνουν φάρμακα να μην ακούν τη γκρίνια μου
Η κάμερα ζουμάρει, καταγράφει την ασχήμια μου
Αφού κουράστηκα, ξάπλωσα ανάσκελα
ακόμα και από τον ήλιο γύρω γύρω στήναν κάγκελα
Αν γίνω ήρωας δεν θα φοράω μπέρτα
Τη σελήνη θα χαζεύω από ιπτάμενη κονσέρβα
έως τότε σε ένα σπίτι υγρασία και κουβέρτα
Πρωί θα ακούω κόρνες με καφέ και θα έχω νεύρα
Το βράδυ θα γυρνάω σε κάτι στέκια
Πάλι τα ποτά θα παίζουν ξύλο με τα κέφια
Έφυγες αφήνοντας για πουρμπουάρ τα ντέρτια
Ντουβάρια θα κερνώ με εμετό και άλλα τέτοια
Για κάποιους είμαι σκουπιδάκι μες στο μάτι τους
Που κάνουνε τα άγχη και το άχτι τους, ανάγκη τους
Έτσι ξενέρωσα την πάρτη τους, στο πάρτι τους
Το χάπι τους δεν χρύσωσα, το σκάτωσα για χάρη τους
Και τι από όλα αυτά εν τέλει έχει νόημα;
Έτσι και αλλιώς μετράει το πρώτο επιφώνημα
Παράσιτο στη γη και η ζωή μου ένα στοίχημα
Σαν έρωτας πρώτης ματιάς στην εθνική δυστύχημα
Είσαι τα πάντα ή το τίποτα ταυτόχρονα
Απ' το στομάχι έως το κεφάλι μπερδεμένα
Αν αγαπήθηκες ποτέ είναι κατόρθωμα
Πριν γίνεις χώμα για λουλούδια μαραμένα
Παίρνω σοβαρά όσους μιλάνε χαμηλόφωνα,
άμα φωνάξω σημαίνει θα πέσει αίμα
Όσοι πετάξαμε και πέσαμε απότομα
Άγγελοι θα μείνουμε στην γη, φτερά κομμένα

Γιάννης Χαραλαμπάκης.

Πάντα πρόσεχα μην απογοητεύσω τους ανθρώπους που αγαπώ
και ξέχασα πως ένας απο αυτούς ήμουν και εγώ...
Γιάννης Χαραλαμπάκης.

Στο δρόμο για το Γολγοθά... Κώστας Γιαννακόπουλος.

Το δρόμο για το Γολγοθά
ανέβαινες Χριστέ μου
με το αγκάθινο στέμμα
να σου τρυπά το μέτωπο.
Ο ιδρώτας και το αίμα σου
σμίγανε και λούζανε
το πρόσωπο και το σώμα σου
και σαν χείμαρροι
ξέπλεναν
τις δικές μας αμαρτίες.
Και ’γώ
δειλός και φοβισμένος
σ’ ακολουθούσα από απόσταση
κι όταν γονάτισες
απ’ το βάρος του σταυρού σου
γύρισες και με κοίταξες.
Το βλέμμα σου
μια έκκληση βοήθειας
καρφώθηκε
σαν βέλος στην καρδιά μου
μα εγώ
δειλός και φοβισμένος
δεν τόλμησα να τρέξω πλάι σου
αν και γνώριζα
πως το βάρος που κουβαλούσες
δεν ήταν μόνο ο σταυρός
μα και οι δικές μου αμαρτίες
μαζί με τις αμαρτίες όλου του κόσμου!
Εκείνη τη στιγμή
ο χρόνος σταμάτησε.
Το λυπημένο βλέμμα σου
φωτίστηκε
και η λάμψη του
γέμισε το είναι μου
με το φως της συγχώρεσης
με τον αιώνιο ήλιο της λύτρωσης!

Ευημερία... Πατροκλος Σεφεριαδης.

Ευημερία η κατάληξη του λάθους
Απορίες μετά το διάλειμμα
Σταθμός γράφεται
με κόκκινα γράμματα.
Φροντίδα λέξη διακόσμησης
σε φθαρμενους τοίχους.
Η έκφραση μπορώ προκαλεί το γέλωτα.
Ριγμένα στα σκουπίδια
αποστάγματα αγάπης.
Ενα πανωφόρι βρέθηκε
στη γωνία του δρόμου
Άγνωστης προέλευσης ο δικαιούχος
Ενα παραμύθι θα γραφτεί
για πολλά πράσινα δέντρα.
Μια ιστορία θα πουν για παλιούς
εύθυμους ανθρώπους
Ενδιάμεσα θα μαρτυρησουν
ότι έφταιγαν τα σύννεφα..
Παλαιά κοπή τα γράμματα
φαντάζουν μακρινά τοπία
Σου είπα τα φιλιά με πειράζουν.

Μάγισσα... Γιάννης Τάτσης

Μάγισσά μου όμορφη, γλυκιά
τα μάτια σου τα θαλασσιά,
με έχουν ρίξει ναυαγό
στο δικό σου ωκεανό.
Πλεξούδες τα ξανθά μαλλιά σου
μου ρίχνεις να πιαστώ,
στου καράβι σου το τιμόνι
να καθίσουμε οι δυο.
Νύχτα ξελογιάστρα
με τα φωτεινά σου άστρα,
μια φεγγαροντυμένη ομορφιά
μου έχει κλέψει την καρδιά.
Τη φωτιά μου αργοσβήνω
μες στη δροσερή αγκαλιά της
και ανέμελα γυρίζω
στα ακατοίκητα νησιά της.

Οι δικοί μου φίλοι είναι σαν τα πουλιά... Ειρήνη Λεοντάρα.

Οι δικοί μου φίλοι είναι σαν τα πουλιά. Έχουν το
χάρισμα να βρίσκονται σε όποιο σημείο του ορίζοντα θέλουν.
Αγγίζουν με τα φτερά τους τον ουρανό, τη γη και τη θάλασσα.
Βρίσκονται σε μια διαρκή διαδικασία μετεγκατάστασης.
Αλλάζουν τόπο με βάση τις εποχές.
Είναι εύθραυστοι και συνάμα αεικίνητοι.
Είναι πάντα μαζί και πετούν σε σμήνη, εκτός από αυτούς που
είναι επιλεκτικοί και ερημοπούλια.
Είναι κάποιοι καλοί και πιστοί σύντροφοι. Κάνουν το για πάντα
μαζί να έχει ουσία και παρουσία.
Μα το κυριότερο όλων λένε και μελωδικά τραγούδια.
Ιδίως, όταν πιάνουν τα σήματα τα αέρινα σκορπούν τις
μελωδίες τους κάνοντας χορωδία με τζιτζίκια και γρύλους.
Με τις έντεχνες φωνές τους στήνουν στο πι και φι ένα
ατελείωτο πανηγύρι. Οι φίλοι μου είναι σαν τα πουλιά..
Άλλοι έχουν χρώμα κι άλλοι είναι μαύροι.
Αλλά καθώς δεν τους πιάνει το μάτι σου, γιατί εξαφανίζονται,
άλλο τόσο, όταν τους βλέπεις δημιουργούν φτεροκοπήματα
στην καρδιά σου, όταν έρχονται κάτω από τις φυλλωσιές
των δέντρων και σου λένε τα μυστικά τους.
Οι φίλοι μου είναι άπιαστοι, γιατί είναι πουλιά.
Έχουν πιάσει σήματα πάνω από τα σύννεφα και μου τα στέλνουν
με τις μυστικές, αέρινες φωνές τους σαν ξωτικά.

Έτσι γεννιούνται οι γοργόνες... Πασχαλης Κατσικας.

Είναι κάτι όνειρα ελλειπτικά
κάτι οβάλ όνειρα δίχως γωνίες
που δεν κατάφεραν να σκαλώσουν πουθενά
Κατρακυλώντας βυθίστηκαν στην άβυσσο
στοιβάχτηκαν στο αδοπελαγικό σκότος της ψυχής
Με τα χρόνια γονιμοποιήθηκαν ζευγαρώνοντας
με τα υπόλοιπα πλάσματα που ναυάγησαν εκεί
Έτσι γεννήθηκαν οι γοργόνες
Όσο λιγότερες προσπάθειες κάνατε να ευοδωθούν
αντιστρόφως ανάλογος ο αριθμός των εχιδνών
που ξεφυτρώνουν για μετάξι
Όσο περισσότερα τα χρόνια εκκόλαψης στον άφωτο βυθό
αναλόγως τρομερή η σειρήνια λαλιά τους
Περιοδικά αναδύονται άδοντας
προσπαθώντας να σας γητέψουν
να περπατήσουν ξανά στη στεριά
Δόλια υπόσχονται ν’ αποβάλλουν ουρές και λέπια
Σε κάθε αντίκρισμα θα σας απολιθώνουν.

Το άγγιγμά σου... Nikola Painter.

Είναι η καρδιά που πάντα βλέπει πριν ο νους οραματιστεί και δει .
Ήρθες στη ζωή μου και με το άγγιγμα σου άφησες το αχνάρι σου
στην καρδιά μου, δίνοντας άλλη έννοια στην άγνωστη
πορεία της. Σε όλη μου τη ζωή ζητούσα ένα άγγιγμα
Που Θα μου δείξει τους ορίζοντες Και την έννοια της αγάπης...

Έλεγα στον εαυτό μου°

Και ξαφνικά το άγγιγμά σου,
Έδωσε στην επιθυμία μου να δω και εγώ πώς είναι ο παράδεισος
της γλυκιάς μέθης του φιλιού Αυτού που αγαπάς..
Μα το άγγιγμά σου δεν είναι υλικό,
Είναι της ψυχής το φως που έδωσαν τα μάτια σου
Στο σκοτεινό δρομάκι που ονόμαζα ζωή.
Βλέπεις η καρδιά είναι το πρώτο πού στο σώμα
ζωντανεύει μα και το τελευταίο που το σώμα αφήνει πίσω.
Όμως την ψυχή αν την αγάπη έχεις γνωρίσει
Ακόμη και ο πονηρός εκείνη προσκυνάει.
Χωρίς το άγγιγμά σου άγονη γη θα πάταγα
Σε κάθε βήμα στο διάβα της ζωής μου,
Προσποιούμενος ακόμη μία φορά
Στους ανθρώπους ότι ζω...
Είναι πάθος να μπορώ να σε αγαπώ
Και παρόλο που τα πάθη μπορούν να καταστρέψουν,
δεν μπορώ να προχωρήσω χωρίς να σε αγαπώ....
Όνειρα θα ήταν όλα αυτά που στη ζωή μου έχω,
Αν δεν ερχόσουν εκείνη τη στιγμή
Σβήνοντας από τον πίνακα της ζοφερής ζωής μου
Αυτά που την καρδιά μου είχαν χαράξει
Μόνο με Το άγγιγμά σου......

Η Πόλη Ξαγρυπνά... Χάρης Παπασάββας.

Θέλω να μπολιαστώ
με το φιλί σου ,
περικοκλάδα στο σώμα σου να τυλιχτώ
και μια σταγόνα βροχής στο ροζ δειλινό,
να μας ενώνει στην δίψα της αγάπης,
θέλω να τρέφομαι με την αγνότητα του έρωτα σου
να μπαίνω στα όνειρα σου
όταν ο καιρός θα είναι βροχερός,
να γυρίζω το μαγγάνι των συλλαβών του χρόνου
και η πόλη ξάγρυπνη να μένει.
Παντού να στήνω σκακιέρες
να λιμνάζουν τα μάτια σου
βλέμματα διαμαντιών στο πηγάδι.
Ζωή χωρίς αγάπη δεν γεννιέται
μαρτύριο οι βραδιές χωρίς πανσέληνο στο δάσος
όμως κοιμάμαι στην αέναη δίνη
του αίματος σου σαν παράσιτο.
Η παλίρροια στον καθρέφτη του αληθινού συνωμοτεί
με αθόρυβα φωνήεντα στο άφωνο σώμα,
ψάχνω σημεία σε λησμονημένα περιβόλια
να ξεκλειδώσω τα θρύμματα του αλφάβητου
ενώ η αγάπη κυλάει χωρίς λέξεις
στα κατώφλια του σταματημένου χρόνου,
το μέλλον δεν υπάρχει η αγάπη μαυροφόρεσε
και το αίμα κοχλάζει δίχως αντάρτισσες στιγμές.

Στον έρωτα βρήκα τη χάρη σου... Ιωάννα Καγκαρά.

Στον έρωτα βρήκα τη χάρη σου
σ'ενα σεργιάνι στην παραλία της καρδιάς σου.
Στάθηκα να με οδηγεί το βλέμμα σου
επάνω στις γραμμές του καυτού κορμιού σου
Ο λογισμός μου χάθηκε από τα χείλη σου
που παίζαν στα δικά μου
σαν μεθυσμένος σύρθηκα
μες τα πατήματα σου.
Στην διαφάνεια των καθαρών ματιών σου
που μέσα έβλεπα το πόθο σου να καίει.
Η φλόγα σου με τράβηξε
μες τα καυτά σου μέρη.
Σαν τον κυκλώνα μ'επιασες
και ένιωσα πως ζαλίστηκα
στη συνομοσια της τρέλας σου να τρελαθώ για σένα
Στα πέλαγα σου να χανόμαστε
σαν τους ανέμους που θα καίνε απ' τις ανάσες μας.
Θέλω να παραδοθώ μαζί σου εδώ και τώρα
στις στιγμές που ο νους τρελενετε
και το μυαλό μου στην περιπλάνηση της δικής σου ψυχής.

Όμορφες καρδιές... Κωνσταντίνος Μακαρούνης.

Στου κόσμου τις ανηφοριές
θεριεύουν όμορφες καρδιές
αλήθεια ψάχνουν στις φωτιές
και όνειρα σε αγκαλιές
Σαν τις θωρείς τα πρωινά
αγάπης φέγγουν δειλινά
απλώνουν άνθη στην πηγή
και περιστέρια στην αυλή
Κρύβουν τον ήλιο μην τις δεις
και στη ματιά τους ξεχαστείς
σβήνουν το δάκρυ στο φιλί
τραγούδι πλέκουν στη σιωπή
Και τριγυρνούν στις γειτονιές
για να τις βλέπουν κοπελιές
απλώνουν άσπρη φορεσιά
να τη χαϊδεύουν τα παιδιά
Σπηλιές φυλάνε στα βουνά
και σε αστέρια μακρινά
λημέρια στήνουνε και κει
νάχουν να πίνουν το κρασί
Σεργιάνι κάνουν σ’ αμμουδιά
με το λουλούδι στα μαλλιά
να βρούνε ρόδι μοναχό
ελπίδας λύχνο στο γιαλό
Κοράλλια τρέφουν θαλερά
που τέρπουν στο ταξίδι
βαστούν τα χέρια τους ζεστά
στη χειμωνιά βλησίδι