Δύο πατρίδες έχω: την Κούβα και τη νύχτα.
Μήπως οι δύο είναι μία; Σαν υποχωρεί
ο Μεγαλειότατος ήλιος, με μακρά πέπλα
και ένα γαρύφαλλο στο χέρι, αθόρυβα
η Κούβα σαν θλιμμένη χήρα εμφανίζεται.
Ξέρω ποιο είναι εκείνο το ματωμένο γαρύφαλλο
τρεμάμενο στο χέρι της! Άδειο είναι
όπου ήταν η καρδιά. Ήρθε η στιγμή
να πεθάνει κανείς. Η νύχτα είναι καλή
για τον αποχαιρετισμό. Το φως εμποδίζει
και τον ανθρώπινο λόγο. Το Σύμπαν
μιλάει καλύτερα από τον άνθρωπο.
Σαν σημαία που καλεί στη μάχη, η μικρή φλόγα
του κεριού κυματίζει. Τα παράθυρα
ανοίγω. Πνίγομαι. Μουγκή, σπάζοντας
του γαρύφαλλου τα φύλλα, σαν νέφος
που θαμπώνει τον ουρανό, χήρα περνάει η Κούβα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου