«Κύριε, ποὺ στέλνεις τὴ βροχὴ στοὺς σπόρους καὶ τὸν ἥλιο
στὴ μήτρα τῆς μητέρας, ποὺ ἀποκρίνεσαι
στὸ βέλασμα τοῦ ἀρνιοῦ μὲ τὸ οὐράνιο τόξο πάνω ἀπὸ τὴ χλόη, ποὺ ἀπὸ ψηλὰ εὐλογεῖς, μέρα καὶ νύχτα, τῶν ἔναστρων ἀχτῶν τὴν ἀνανέωση τὸ φῶς καὶ τὴν ἀνάπτυξη μυριάδων διάφορων λουλουδιῶν – ἂς μὴν ἀκούσεις ποτὲ τὸ βέλασμά μου!…
Ὅμως, Κύριέ μου τὴ δύση αὐτὴ μπορεῖς νὰ μοῦ στερήσεις
μ’ ὅποια σου δυστυχία; Τὰ δάκρυα τοῦτα ποὺ βγαίνουν
ἀπὸ βάθη πιὸ γαλάζια κι ἀπ’ τὶς πηγὲς τῆς ἄνοιξης,
μπορεῖς, Κύριε, νὰ τὰ ἐμποδίσεις;
Κοίταξέ με πως ἐπιμένω πίσω ἀπ’ τὶς τροχιὲς
τῶν τελευταίων πλασμάτων σου!
Εἶναι μάταιο νὰ μὲ κουράζεις πιότερο!
Ἄφησέ με μὲ ἥσυχη ἀναπνοὴ
κάτω ἀπ’ τὸ κλῆμα τῶν ἄστρων σου νὰ κλάψω…
Δὲ μπορῶ, Κύριε μου, νὰ μισήσω!
Ἀγάπησέ με!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου