Πόσο θα το ‘θελα... Κυριάκος Κάππα.

Αχ σαν ήμουνα μικρό παιδί 
πόσο θα το ‘θελα, 
να είσαι συ το χέρι εκείνο 
το απαλό κι ανάλαφρο, 
που τρυφερά θα χάιδευες 
τα’ ανάκατα μαλλάκια μου, 
σαν ξύπναγα από όνειρο κακό 
γεμάτος τρόμο, 
με το σκοτάδι 
συντροφιά σιχαμερή, 
κι αντάμα με την μίζερη την παγωνιά 
που αυτό μαζί του σέρνει. 

Μα δεν ήσουνα εκεί 
γλυκά να ψιθυρίσεις κάτι. 
Τα χνώτα σου να αισθανθώ στο μάγουλο, 
κοιμήσου αγόρι μου 
και μη φοβάσαι να μου πεις. 
Εγώ είμαι δίπλα σου 
προστάτης άγγελος δικός σου.

Αχ πόσο προσπαθώ να θυμηθώ 
την μέρα εκείνη, στην αγκαλιά σου 
με λαχτάρα σαν με κράταγες, 
και τραγουδούσες όμορφο νανούρισμα 
σαν τεριρέμ της Πανα-γιάς, 
ξέγνοιαστα για να κοιμηθώ. 
Κι αφού ο ύπνος με πήρε αγκαλιά του 
φιλιά με γέμισες, 
βελούδινα κι αέρινα 
μη με ξυπνήσεις πρόσεχες. 

Μα όσο κι αν αγνάντεψα 
μεσ’ της ψυχής του ορίζοντα την θύμηση, 
αυτό να θυμηθώ δεν μπόρεσα. 
Και μό-νος μου με το παράπονο 
απόμεινα εγώ κι αυτό. 
Να συλλογιέμαι μήπως και δεν κατάφερα, 
να θυμηθώ κάτι σωστά.

Αχ πόσο ωραίο θα ‘τανε, 
εσύ να μ’ οδηγούσες 
στου σχολειού την πόρτα, 
την πρώτη μέρα εκείνη την σημαντική, 
που γράμματα κινούσα για να μάθω 
και άν-θρωπος σπουδαίος να γενώ. 

Να καρτεράς στην πύλη απ’ έξω 
να τρέξω να σου πω καμαρωτά, 
πως πάλι άριστα μου είπε η δασκάλα, 
και δέκα με τόνο έγραψε επάνω στο χαρτί. 
Μα να σου πω και για τον δάσκαλο 
που αυστηρά μου μίλησε, 
χωρίς να φταίω εγώ γι αυτό που είχε γίνει.

Αχ πόσο θα ‘θελα να μπορώ να πω 
κι εγώ πως σ’ αγαπώ. 
Κι αυτή η αγάπη, 
απ’ της ψυχής τα έσω να ξεχύνεται, 
σαν άφθονο να ρέει νέκταρ μέλισσας τροφού, 
πλημύρα αληθινή να γίνεται, 
και κύμα κάτασπρο καθάριο 
να σ’ αγκαλιάζει τρυφε-ρά ολάκερη. 

Μα δεν μπορώ, 
γιατί ποτέ δεν το ‘νοιωσα. 
Και να ‘ξερες, πόσο γι αυτό λυπάμαι. 
Όχι γιατί στ’ ομολογώ, 
και το πηγούνι σφίγγεις με τα δάχτυλα, 
πως θλίψη τάχα μου ανείπωτη αισθάνθηκες, 
αλλά για μένα νε μονάχα.

Αχ πόσο θα ήθελα 
τα θέλω μου αυτά να μην τα θέλω. 
Μα δυστυχώς αυτό να γίνει δεν μπορεί, 
γιατί αυτό δεν είναι κάτι 
που εγώ κι εσύ ορίζουμε. 

Είναι χαραγματιές 
που στης ψυχής το μάρμαρο 
το κάτασπρο έχουνε γραφτεί επάνω, 
και από εκεί να σβήσουνε δεν γίνεται, 
αφού είναι πράγματα που έχουνε συμβεί 
και δεν ανή-κουν ποια στην δούλεψή μας. 
Δικό σου και δικό μου μονάχα 
αυτό που τώρα ζούμε είναι, 
να αλλάξουμε σ’ αυτό αν θέλουμε, 
κάτι μπορούμε. 

Μα εμένα αν ρωτήσεις θα σου πω δεν γίνεται. 
Και μην πιστέψεις πως δεν θέλω, όχι. 
Αλήθεια σου μιλώ δεν το μπορώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου