Γεννήθηκα μια νύχτα του Οκτώβρη.
Ωρα 00:30, ξημερώματα Τρίτης.
Μιας μέρας μ' ομίχλη πηχτή και γκρίζες λέξεις.
Είχα λένε πολλά μαλλιά.
Μου έβαλαν λευκή κορδέλα κι έδεσαν το δυνατό μου κλάμα...
Ενα κορίτσι, αναμεσα σ' αγόρια δεκαοκτώ!
Μάγισσα μοίρα με πήρε αγκαλιά και με νανουρισε.
Δεν ήθελα. Φοβόμουν.
Τρόμαζα που με άγγιζαν τα ροζιασμενα χέρια της.
Πήρα τα μάτια του πατέρα μου.
Χρόνια ολόκληρα, γαλαζοαιματη με φώναζε.
Ήμουνα μια πριγκίπισσα με στάχυα για μαλλιά
και δάχτυλα ολολευκα.
Μουτζουρωνα τις σιωπηλές μου σκέψεις σε χαρτιά
και τοίχους τσιμεντένιους.
Με έπαιρνε απ το χερι ο πατέρας και με πήγαινε στη θάλασσα.
Σ' έρημα βράχια. "Άκου" μου έλεγε...
"Άκου και πιες αρμυρα. Να μάθεις ν αγαπάς το απεραντο .
Το μπλε βαθύ και τ άσπρο".
Μεγάλωσα, κι έγινα ένα με το δάκρυ της.
Με την ορμή και τη γαλήνη της.
Μου εσταξε δυο πινελιές στα μάτια, μη χάσω το γαλάζιο μου.
Υστερα αγάπησα, κάτι άλλο απο αυτήν, κι όπως
περίμενα πληγώθηκα.
Τ' απόλυτο και το λευκό που 'γινε κοκκινο βαθύ
και το 'πα Ερωτα!
Έζησα αιώνες συνουσιες μυστικές κι αμέτρητα φιλιά,
που 'χαν κεντρί στην άκρη και με πονεσαν.
Χάθηκα... Έμαθα...Σώπασα...
Αρνήθηκα εμένα, χάνοντας μία σκούρα βυσσινί καρδιά.
Σε χέρια που δεν τ' άξιζαν δοσμένη χρόνια.
Μα μου έμεινε η θάλασσα κι η κυματουσα της φωνή
να λέει το όνομά μου κι έπειτα να πνίγεται.
Η μόνη αγκαλιά που δεν μ' αρνήθηκε ποτέ.
Πάντα στο πλάι μου, να ψιθυρίζει
τρία λάθη μου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου