Μια φορά και έναν καιρό, κάπου, ήταν μια πολιτεία,
οι κάτοικοι της ζούσαν μια συνηθισμένη ζωή με τις
καθημερινές τους ασχολίες …Tίποτα το συναρπαστικό !
Και όμως ….Αυτή η πολιτεία είχε ένα περίεργο χαρακτηριστικό:
Oλοι οι κάτοικοι της έπασχαν από τρομερή μυωπία …
Εμείς ασφαλώς, θα τους λέγαμε ανάπηρους, αλλά, οι ίδιοι,
επειδή δεν είχαν ποτέ την παραμικρή επαφή με άλλους
κόσμους, ήταν πεπεισμένοι πως ήταν εντελώς φυσιολογικοί !
Αν και μερικά γεροντάκια ήξεραν ακόμα παλιούς μύθους
που μίλαγαν για μυστήριους κόσμους όπου άνθρωποι και όντα
που ζούνε εκεί έβλεπαν τα πράγματα με ένα διαφορετικό τρόπο.
Οι μορφωμένοι καθηγητές των πανεπιστημίων τους,
είχαν κάνει τον κόπο να μελετήσουν αυτούς τους μύθους,
είχαν δηλώσει όμως : εφόσον δεν υπάρχουν τεκμήρια και
απόδείξεις, πρόκειται μόνο για χαριτωμένες ιστορίες
απόκλειστικά χρήσιμες για το νανούρισμα των μωρών !
Αυτός ο πολιτισμός λειτουργούσε μια χαρά κουτσά-στραβά
μέσα στην αιώνια ομίχλη του, και κανείς δεν μπορούσε
να ονειρεύεται ένα διαφορετικό τρόπο ζωής.
Κοντά στην πολιτεία, κυλούσε ένα μεγάλο και επικίινδυνο
ποτάμι, με νερά ορμητικά, που έπρεπε οι κάτοικοι να
αντιμετωπίσουν παρ’ όλους τους φοβους τους, γιατί ήταν
η μοναδική πηγή πόσιμου νερού .Πολλοί είχαν πνιγεί εκεί,
άλλοι είχαν τρελαθεί από το φόβο τους, και οι
περισσότεροι είχαν κουραστεί από τον κόπο για την
καθηνερινή αντιμετώπιση των δυσκολιών που έφερνε
το ποτάμι ….. Δεν ήταν ότι πιο ευχάριστο, αλλά
δεν υπήρχε άλλος τρόπος επιβίωσης.
Μια ημέρα που οι γονείς ενός κορίτσιού απόφασισαν
πως είναι αρκετά μεγάλο και ώριμο να αντιμετωπίζει
τις καθημερινές δυσκολίιες, και το έστειλαν να πάει
εκεί μόνο του για ψάρεμα στο ποτάμι και να φέρει νερό …..
Το κοριτσάκι μας έφυγε λοιπόν, με το μυαλό γεμάτο
όνειρα και προσδοκίες, λίγο φοβισμένο ίσως, αλλά
αποφασισμένο να παλέψει γενναία με το χείμαρο
και να νικήσει. Η περιπέτεια άρχισε καλά.
Οι νεροκουβάδες γεμίζανε σχετικά εύκολα, και αρκετά
ψάρια και καραβίδες μισογέμισαν τα καλάθια .
Προς το μεσημέερι όμως, ένας απρόβλεπτος αέρας
σηκώθηκε, τα νερά έγιναν πιο ορμητικά, και για κακή τύχη ,
άρχισε να βρέχει, ενοχλημένο και δυσαρεστημένο,
το κορίτσι έκανε ένα λάθος : παραπάτησε σε μια βρεγμένη
πέτρα, γλίστρησε και … έπεσε στο ποτάμι ! Για μια στιγμή,
νόμισε πως ήρθε το τέλος του, όμως σε μια απελπισμένη
προσπάθεια , μάζεψε τις δυνάμεις του, και καταπίνοντας
λασπωμένο νερό, σχίζοντας τα γόνατά του σε κοφτερές πέτρες,
πλατσουρίζοντας σε λάσπες, κατάφερε να βγει σώο στην όχθη,
μα ήταν στην απέναντι όχθη όμως, εκεί που κανείς άλλος
δεν είχε πατήσει ποτέ . Εξαντλημένο , κάθισε στο χορτάρι,
κλαίγοντας την μοίρα του ….. :
” Μα γιατί να μου συμβεί ΕΜΕΝΑ αυτή η τραγωδία ;
Γιατί σε μένα ; Δεν είναι σωστό … Φταίει ο κακός ποταμός .
Φταίει η απαίσια αδιαφορία των συνανθρώπων μου,
που δεν σήκωσαν το μικρό δάκτυλό τους να με βοηθήσουν …
(ήταν μόνο του) Είμαι το πιο δυστυχισμένο κορίτσι
του κόσμου εγκαταλειμένο σε μια άβυσσο μοναξιάς.
Τι θα κάνω τώρα ; … Τι θα απόγινω ;”
Ένας θόρυβος την έκανε να γυρίσει τα μάτια και έμεινε
με το στόμα ανοιχτό, μπροστά του καθότανε ένας άγνωστος,
μυστήριος γέροντας που το κοίταζε με μια περίεργη λάμψη
στα μάτια . Ξαφνιάστηκε τόσο πολύ το κορίτσι μας που του
κόπηκε το κλάμα με μιας. Τότε, ο γέροντας χαμογέλασε,
και είπε απλά : ” Θα σου κάνω ένα δώρο “.
Εβγαλε από το δερμάτινο σάκκο του ένα πακετάκι
τυλιγμένο σε ένα κομμάτι ύφασμα, και του το έδωσε.
Όταν έχει δει κανείς τον Θάνατο μπροστά του, όταν
βρίσκεται χαμένος στο άγνωστο, και βυθιστεί στην
αυτολύπηση, εύκολα χάανει την δυνατότητα για λογικές
σκέψεις . Ετσι, σαν μέσα σε όνειρο, το κορίτσι πήρε
το δεματάκι, και απορροφήθηκε στο ξετύλιγμα του,
ίσως με μια ασαφή ελπίδα να βρει μέσα λίγη τροφή.
Όμως, με μεγάλη έκπληξη, ανακάλυψε ένα περίεργο
αντικείμενο, εντελώς άγνωστο …και δεν μπορούσε να
καταλάβει τι σόι πράγμα ήταν : δυο στρoγγυλά κομμάτια
γιαλιού περικυκλωμένα από ένα μεταλλικό πλαίσιο που
προεκτεινόταν στο κάθε πλάι με κάτι σαν γάντζο ..!
Γύρισε να ρωτήσει τον γέροντα τι, στο καλό είδος
κοροϊδία ήταν αυτό ; αρκετά βάσανα δεν είχε περάσει;
με ποιο δικαίωμα με περιπαίζεις ……. αλλά ο γέροντας
είχε εξαφανιστεί ! Αναστέναζοντας, το κορίτσι εξέτασε
με απορία το μυστήριο αντικείμενο …. μήπως ήταν κάποιο
στολίδι, κάποιο φυλακτό ; Δοκίμασε να το βάλει γύρω στο
λαιμό του, αλλά δεν στεκότανε .. άρα, δεν ήταν περιλαίμιο,
ούτε βραχιόλι … πράγματι, δεν είχε νόημα .
Τότε, θύμωσε πολύ, και με μια απότομη κίνηση, πέταξε
το αντικείμενο σε μια συστάδα από άγρια χόρτα και αγκάθια
που απλωνόταν μπροστά του. Δεν πρόλαβε όμως να το πετάξει
και το είχε κιόλας μετανοιώσει …. και αν στο κάτω κάτω
αυτό το μαραφέτι είχε κάποια αξία ; Υποθέτοντας, σκέφτηκε,
πως αν μπορέσω να γυρίσω στην πόλη, κάποιος εκεί θα
πλήρωνε καλά λεφτά να αποκτήσει μια ξενική σπάνια αντίκα.
και να το κορίτσι μας, σέρνεται χάμω με τα τέσσερα στην
αναζήτηση του πραγμένου δώρου ! Ένα απότομο φτάρνισμα
έκανε το κεφάλι του να χτυπήσει το έδαφος, και όταν το
σήκωσε …..το αντικείμενο είχε γαντζωθεί πάνω στην μύτη του!
Το κορίτσι πέρασε μια στιγμή πανικού και απόγνωσης ….
Ο κόσμος γύρω του δεν ήταν πια ο ίδιος ….
Τα άγρια και απειλητικά χόρτα που ήταν εκεί πριν
ένα δευτερόλεπτο είχαν μεταμορφωθεί σε ένα όμορφο
χορτάρι, και ο άγριος ποταμός από τον οποίον μόλις είχε σωθεί,
δεν ήταν τώρα παρά ένα αθώο ποτάμι με το πολύ πολύ
έναμισι μέτρο βάθος νερού.
Μάλιστα, το ποτάμι αυτό ήταν και πολύ λιγότερο πλατύ,
γιατί μπορούσε ακόμα να βλέπει καθαρά την απέναντι όχθη.
Πάει, σκέφτηκε, το δώρο του αγνώστου είναι ένα μαγικό
αντικείμενο που με έστειλε σε έναν άλλο κόσμο !
Μα …μα ….όμως, αν είμαι σε ένα διαφορετικό κόσμο,
γιατί βλέπω, εκεί απέναντι, τους κουβάδες μου, τα καλάθια
και το καρότσι μου;. Κάτι το ξεπέρναγε, το κορίτσι μας …
δεν καταλάβαινε πια τίποτα .
Τοτε, είχε μια ασυνήθιστη αντίδραση.
Αντί για να ξαναπέσει στην κλάψα στην αυτολύπηση
και τον πανικό, άρχισε να παρατηρεί προσεκτικά το
καινούργιο περιβάλλον. Δεν άργησε να συνειδητοποιήσει,
πως χάρη στο μαγικό δώρο του γέροντα, καλά στερεωμένο
πάνω στην μύτη του, θα μπορούσε να περάσει εύκολα
τώρα, το ποτάμι, τα πράγματα ήταν πιο συγκεκριμένα,
μπορούσε να αποφύγει τις πιο κοφτερές πέτρες και τις πιο
βαθιές λακκούβες να περάσει απέναντι.
Και έτσι έκανε. Σύντομα, ξεπερνώντας μάλλον εύκολα
τα εμπόδια, βρέθηκε κοντά στα αγαθά του, αν και του
φαινόταν τώρα πιο μικρά και φτωχά, τα φόρτωσε στο
καρότσι του και ετοιμάστηκε να πάρει το δρόμο του
γυρισμού για το σπίτι. Πίσω από το λοφάκι, εκεί, πέρα,
απλωνόταν η μεγάλη πόλη της, και η ηρωίδα μας λαχταρούσε
να την δει. Όταν έφτασε στην κορυφή του λόφου,
μια καινούργια απογοήτευση την περίμενε :
Αντί για την μεγάλη πόλη, είχε τώρα μπροστά της μόνο
ένα ασήμαντο χωριό, και μάλιστα όχι και περιποιημένο.
Κρύος ιδρώτας άρχισε να τρέχει στο μέτωπό της,
και το μαγικό αντικείμενο γλίστρησε λίγο στην βρεγμένη
μύτη της ….. τα κομμάτια γιαλιού δεν βρίσκονταν πια
μπροστά στα μάτια της, και … εμφανίστηκε πάλι η
μεγαλόπρεπη γνωστή πόλη της .
Το κορίτσι ήταν κουρασμένο, δεν είχε πια δύναμη να εικάσει
κάποια εξήγηση . Το μόνο που ήθελε ήταν η σιγουριά
και η ησυχία του σπιτιού . Έβγαλε το μαγικό πράγμα από
την μύτη του, το έκρυψε στην τσέπη του, και προχώρησε
προς το Γνωστό . Όταν πέρασε το πρώτο κύμα ανακούφισης ,
συμβαίνει κάποια φορά το γνωστό και το σίγουρο να γίνεται
βαρετό ! Η ρουτίνα, λένε, είναι ένας αργός θάνατος
για την ψυχή ….. Και πολύ γρήγορα το κορίτσι άρχισε
να το νοιώθει. Για πρώτη φορά, παρατηρούσε πως ο
Πατέρας ήταν αυταρχικός και επενέβαινε στο κάθε ζήτημα,
πως η Μητερα δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένη και ήταν
πρωταθλήτρια του συναισθηματικού εκβιασμού.
Το μοναδικό ενδιαφέρον των φιλενάδων του ήταν
η εμφάνισή τους, τα στολίδια τους, και το
μικροπρεπές καθημερινό κουτσομπολιό της γειτονιάς
ήταν ανυπόφορο . Σε κανέναν δεν μπορούσε να
εμπιστευτεί την εμπειρία του, από φόβο μην την
περάσουν για τρελή, έτσι, σιγά σιγά, άρχισε να νοιώθει
ξένο μέσα στο οικείο του περιβάλλον.
Μια μέρα, θυμήθηκε έντονα την περιπέτειά του
και την νοστάλγησε. Κρυφά, έβγαλε το μαγικό αντικείμενο
από το κρυψώνα του και άρχισε να παρατηρεί τον κόσμο
γύρω του με αυτό. Περίεργα, ο Πατέρας φαινόταν πιο κοντός,
πιο αδύναμος, και η κούραση ήταν χαραγμένη στο
πρόσωπό του. Η Μητέρα είχε σημάδια γήρανσης, τα μαλλιά
για τα οποία ήταν τόσο περήφανη φαινότανε θαμπά.
Ακόμα και το ωραίο πλούσιο σπίτι τους είχε μικρύνει
ήταν πιο στενό. Τότε το κορίτσι κατάλαβε πως, μάλλον,
το δώρο του ξένου γέροντα δεν ήταν ένα μαγικό
αντικείμενο, αλλά μια βοήθεια για να βλέπει τον κόσμο
από μια διαφορετική οπτική γωνία, με ένα άλλο βλέμμα,
το κάθε τι έχανε την σημασία του, ή έπαιρνε μια άλλη σημασία.
Ποια εικόνα ήταν η πραγματική για τον κόσμο ;
Και αν υπάρχει δεύτερη εικόνα του ίδιου θέματος,
γιατί να μην υπάρχει μια τρίτη; … μια δέκατη τρίτη …
ίσως ; Πολλές απορίες …καμία απάντηση !
Σκέφτηκε λοιπόν πως κάπου θα υπήρχαν πιο σημαντικά
πράγματα για να ασχοληθεί. Δεν ένοιωθε καμιά περιφρόνηση
για τον κόσμο που είχε γεννηθεί, και ήταν ευγνώμων για αυτό.
Απλώς, αυτός ο κόσμος δεν το χώραγε πια.
Ένα πρωί, αφήνοντας πίσω του τα υπάρχοντά του, το κορίτσι
έφυγε προς το ποτάμι (ή το χείμαρρο , τι σημασία έχει ;).
Φτάνοντας στο λόφο, κοίταξε με τρυφερότητα την μεγάλη
πόλη (ή το μικρό χωριό, τι σημασία έχει ;) μια τελευταία
φορά, και προχώρησε. Πέρασε στην άλλη όχθη.
Εκεί που είχε συναντήσει τον δωρητή του, έκανε μια στάση
για να ακουμπήσει το αντικείμενο πάνω σε μια πέτρα,
γιατί ήξερε πως δεν το χρειαζόταν πια.
Ψιθύρισε ένα ευχαριστώ στον Άγνωστο, και λίγο φοβισμένο,
αλλά σίγουρα αποφασισμένο, άρχισε το ταξίδι του προς την
απεραντοσύνη των λιβαδιών. Δεν κατάλαβε καν πως,
κοντά στην όχθη του ποταμού, ο μυστήριος γέροντας
στεκότανε και το κοίταζε χαμογελώντας .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου