Λάσπη χρυσαφιά ηλιοψημένη... Ωδή δωδέκατη... Κυριάκος Κάππα.

Πόσο λυπάμαι για τα χρόνια που ξόδεψα να ψάχνω τον Θεό 
που άλλοι πλάσανε, καθ’ όπως εκείνοι θέλανε κι ανάγκη είχανε, 
μέσα σε άχαρα ντουβάρια κακοζωγραφισμένα από 
ακριβοπληρωμένους θεόπνευστους αγιογράφους, που τα 
λένε εκκλησιές κι έχουνε σχήμα και ρυθμό βασιλικό, 
περίκεντρο, σταυροειδή και τρίκογχο. Αλίμονό μου και 
ντροπή μου, που χαράμισα έστω και μια στιγμή ανάμεσα 
σ’ ανθρώπους που βλέμμα είχανε γεμάτο μίσος και κακία, 
κι όψη που με του Βελζεβούλ όμοια ήτανε, να γιατρευτούν 
προσδόκαγα όλα μου της ψυχής τα τραύματα. 
Τι υποκρισία κι αυτή, άνθρωποι να προσεύχονται σε γλώσσα 
που καμιά της λέξη δεν καταλαβαίνουνε εφόσον άγνωστη 
τους είναι, υπό τους ήχους κακόφωνων τραγουδιστάδων 
μιας μουσικής που την ελέν βυζαντινή και δεν την 
εγνωρίζουνε σωστά. Χριστιανοί που γι άλλοθι μονάχα της 
εκκλησιάς τα παγερά ντουβάρια έχουνε, γι αυτό και κάθε 
τόσο την πόρτα της διαβαίνουνε και στην εικόνα του Χριστού 
μπροστά παρακαλούνε τάχαμου γονατιστοί οι φαρισαίοι, 
αφού μόλις θα απομακρυνθούνε λίγο απ’ την εικόνα και τον 
«Οίκο του Θεού», ποιοι είναι στα αληθινά γρήγορα θα το 
θυμηθούνε πάλι. Αναλογίζομαι την αισχύνη που μου 
αναλογεί αφού ανέχτηκα κοιλαράδες ρασοφόρους με γένια 
περιποιημένα σαν των ιεροεξεταστών, να μου υποδείξουν τον 
τρόπο, τον δρόμο και την συμπεριφορά, που θα με βόηθαγε 
τον χριστό να ανταμώσω. Αναιδείς, ημιμαθείς η και παντελώς 
αμόρφωτοι , χυδαίοι εκμεταλλευτές του ανθρώπινου πόνου, 
της χαράς και της δυσκολίας του να αποδεχτεί την μοίρα του, 
που είναι ο θάνατος και η ανυπαρξία, αυτοχρήζονται του Θεού 
εκπρόσωποι επί της Γης, και μοναχοί τους ο ένας στον άλλον 
αξιώματα χαρίζουν. Φροντίσανε τσέπες βαθιές να έχουνε τα 
ράσα τους, για να χωρούν όλο το υστέρημα του 
καλοπροαίρετου και αδαή, που με ευχαρίστηση τους δίνει 
για να διαβάσουνε τα πεθαμένα του, κι έτσι την εύνοια του 
Θεού θα έχουνε και οι νεκροί κι ο ίδιος. Δημόσιοι υπάλληλοι 
καλοπληρωμένοι που η επαγγελματική τους φορεσιά είναι το 
ράσο, σταθμεύουν τα πολυτελή τους αυτοκίνητα έξω από 
τις εκκλησιές χωρίς αιδώ, ενίοτε τους οδηγούς και τους 
σωματοφύλακές τους, και μεγαλοπρεπείς σταυρούς με 
ταπεινές γονυκλισίες κάνουν οι αθεόφοβοι και θεομπαίχτες, 
μπρος την εικόνα που τον Χριστό αναπαριστά επάνω 
σ’ ένα γαϊδουράκι ξυπόλητος να κάθεται. Κρίμα σε μένα, 
που σε στασίδι δίπλα έκατσα μ’ ανθρώπους που 
μετράγανε την πίστη στον Θεό, με όσο πιο πολλά μπορούσαν 
να σου πάρουν. Κι απάγκιο στην απανθρωπιά μα όπως και 
στην ευκολία που είχαν να κάνουν το κακό, να 
εξομολογούνται θέλουνε τα αίσχη τους, γιατί την ύστατη την 
ώρα ο Θεός, σαν τον ληστή θα τους σχωρέσει. Μα εμένα δεν 
με κόντεψε κανείς απ’ όλους τούτους, να με ρωτήσουν αν 
πεινώ και αν διψώ. Γιατί ήμουν γύφτος κι οι προγόνοι μου 
που ‘τανε σιδεράδες, φτιάξανε τα καρφιά που με αυτά κάποιοι 
ευσεβείς εκείνων των καιρών, σταύρωσαν τον Ιησού. Όπως 
και ούτε με ζυγώνανε γιατί φορούσα ρούχα κουρελιάρικα, 
αφού δεν είχα άλλα. Μόνο που ξέχασα ότι εγώ απόγονος του 
Χαμ υιού του Νώε ήμουνα, κι έφερα την κατάρα πάνω μου 
γι αυτό και χρώμα μαύρο έχει το δέρμα μου. Δεν θέλαν 
όμως και να κουβεντιάζουνε μαζί μου, γιατί ήμουνα άνθρωπος 
κακός, αφού για σύζυγο μια πόρνη είχα παντρευτεί. 
Δεν με αγκάλιασε όμως και κανείς από τους άμωμους αυτούς, 
για να μην μολυνθούνε. Εβραίος ήμουνα κι είχα σταυρώσει 
τον χριστό κάποτε. Γι αυτό και για του κόσμου όλα τα στραβά, 
εγώ ο Εβραίος φταίω. Κι ας είν’ Εβραίος ο Χριστός κι η 
Παναγιά, οι άγιοι κι οι αποστόλοι όλοι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου