Ανάμεσα σε δυο ζαριές
παίζανε την χαρά τους.
Στα χείλη μουρμουρίζοντας
τ' άπιαστα όνειρα τους.
Τον χρόνο σπαταλούσανε
και ξόδευαν την ώρα
με τόσες άκαρπες στιγμές
λησμόνησαν το τώρα.
Σήκω να περπατήσουμε
να πιάσουμε το κύμα
μην φύγει πριν της ώρας του,
αυτό κι αν ήταν κρίμα.
Μα εκείνη πάντα σώπαινε,
Την κοίταζε με λύπη.
Απ' τα δικά της όνειρα
εκείνος πάντα λείπει.
Δεν του έλεγε αληθινά
τι ήθελε από κείνον
μόνο τα ζάρια έριχνε
με ύφος μυστηρίου.
Κι όταν αυτός βαρέθηκε
και έκανε να φύγει
με σφιχταγκάλιασμα γλυκό
τον γέμισε με ρίγη.
"Είσαι δικός μου, τι θαρρείς
πως παίζω εδώ πέρα;
Σου έχω κλέψει την ψυχή
δεν θα 'χει η νυχτιά σου μέρα".
Το είπε. Τ' ομολόγησε.
Με πάθος τον κρατάει.
Κι αυτός δειλά της ψέλλισε
πόσο την αγαπάει.
Και έτσι συνεχίσανε
χαμένοι στις ζαριές τους.
Κι από ζωή δεν μάθανε
αλίμονο ποτέ τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου