Τα μεσημέρια της λαχτάρας αγκαλιάζανε το φως
σκίζοντας τις σάρκες τους
και ταΐζοντας ο ένας τον άλλον.
Ο κόρφος της μύριζε γαζία
κι αυτός τη θήλαζε δίχως σταματημό.
Με μαγιάτικα ρόδα στόλιζε της πηγής της
την είσοδο να θωπεύει την άνοιξη
σαν σμίγει μαζί της -έλεγε-.
Σπιθαμή προς σπιθαμή χαρτογράφησε
τον έρωτα πάνω στο γυμνό της κορμί.
Τα φιλιά του σημαία σε κάθε αναρρίγισμα .
Τα χέρια του πυρωμένα σίδερα να σημαδεύουν
τον πόθο σε κάθε του άγγιγμα.
Ήταν τα χείλη της κόκκινα,
φλογισμένα απ’ το αδρό του φιλί
και τα μαλλιά της ένα κατάμαυρο δίχτυ
που γύρω του πλεκόταν σαν φυλακή.
Την κερνούσε κραυγές
και στεναγμούς αμαρτωλών αγγέλων.
Ναυαγοί ξημέρωναν στης ηδονής την ακτή.
Ξέπνοοι ξεπέζευαν απ’ της απόλαυσης το άρμα.
Τα λινά της σεντόνια κατάπιναν αχόρταγα
τους χυμούς της κορύφωσης.
Ένα αεράκι απ’ τ’ ανοικτό παραθύρι
στέγνωνε τα ιδρωμένα τους κορμιά.
Πολύ πριν ανέβει ο ήλιος ψηλά
τη σκέπαζε με τους στίχους της
και την παρέδιδε στον Μορφέα.
Ύστερα χανόταν μέσ’ στ’ ανοιχτό της βιβλίο
ίσαμε το επόμενο λιόγερμα.
Ήταν ο εραστής του ονείρου της.
...Σταυρούλα Δεκούλου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου