Ο γιος του προέδρου... Σταυρούλα Δεκούλου.


- Έλα μωρέ Κατίνα, λέγε. Μ’ έσκασες.
- Στάσου παιδί μου. Να το μελετήσω λίγο.
Μια στάλα υπομονή δεν έχεις;
- Τι υπομονή; Αφού καίγομαι σου λέω! είπε η Λεμονιά.
Κούκλα η Λεμονιά με μια μέση δαχτυλίδι. Σαν χόρευαν βαλς στο καφενείο όταν είχε πανηγύρι στο χωριό, στη μια παλάμη τους την έκλειναν τη μέση της οι νεαροί. Με δυο μάτια θάλασσα. Όχι
το ξεπλυμένο γαλανό. Της ανταριασμένης θάλασσας το μπλε, της φουρτούνας το χρώμα. Και δυο χειλάκια πετροκέρασα. Τι δεν
θα έδιναν τα παλικάρια του χωριού να την είχαν δική τους. Μα η Λεμονιά είχε μάτια μόνο για τον Πετρή, τον γιο του προέδρου.
Να γι’ αυτό είχε έρθει τώρα στην Κατίνα. Την Κατίνα τη φίλη της που είχε το χάρισμα να διαβάζει το φλιτζάνι.
Την είχε ορμηνέψει η γιαγιά της η Φιλίτσα.
Και τον καφέ έλεγε και τη στάχτη από τα φύλλα της δάφνης ήξερε να διαβάζει για ν’ αποφεύγει όπως έλεγε τις κακοτοπιές της μοίρας. Την Κατίνα που μεγάλωσαν σε μιαν αυλή και την είχε σαν αδερφή της. Που μονάχα εκείνη ήξερε τη λαχτάρα της για τον Πετρή με τα μάτια τα μελιά. Ριγούσε η Λεμονιά σαν τον κοίταζε, έτρεμε η καρδούλα της από τη λαχτάρα σαν άκουγε τη φωνή του. Ύστερα έτρεχε κάθε δεύτερη Παρασκευή να ξομολογηθεί στον παπά Αντώνη να πάρει άφεση αμαρτιών μη λάχει και πάρουν οι δαιμόνοι την ψυχή της. Όμως κι ο Πετρής από τη νύχτα στη γιορτή του Αη Λια που τη χόρεψε δεν μπορούσε να τη βγάλει απ’ το μυαλό του. Πώς κρατήθηκε
και δεν της τα δάγκασε κείνα τα κρουστά ρόδινα χείλη.
Προτού περάσουν λίγες μέρες αντάμωσαν κάτω από το γέρικο πλατάνι στο έβγα του χωριού. Ντροπαλή η Λεμονιά, δεν τον άφησε ν’ απλώσει χέρι πάνω της, μήτε να τη φιλήσει. Κι εκείνος όμως κύριος. Φτωχό κορίτσι η Λεμονιά. Η προίκα της όλη κρυβόταν κάτω απ’ τη φούστα της. Οι δυο νέοι αντάμωσαν πολλές φορές ακόμα μα ήταν πάντα προσεκτικοί. Μέχρι που κάποια στιγμή η Λεμονιά είπε στον Πετρή ότι αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί γιατί η μάνα της κάτι είχε ψυλλιαστεί. Ο Πετρής της έταξε να μιλήσει στους γονείς του και να πάει να τη ζητήσει. Και να τώρα η Λεμονιά στην Κατίνα να μάθει πότε θα συνέβαινε το ευχάριστο. Σούφρωσε τα χείλη της η Κατίνα.
- Δεν θα ‘ρθει Λεμονιά. Αγαπά άλλη, είπε η Κατίνα.
- Τι είναι αυτά που λες Κατίνα μου; Θα με τρελάνεις;
φώναξε η Λεμονιά.
- Την αλήθεια σου λέω. Μην προσμένεις άδικα. Σε περιγελά. Άλλη θα πάρει. Του στείλανε ήδη προξενιά και είπε ναι.
Άφησε μια κραυγή η Λεμονιά κι έφυγε κλαίγοντας
από το σπίτι της φίλης της.
Η Κατίνα μάζεψε το φλιτζάνι και γύρισε στην κουζίνα.
- Μάναααα! φώναξε.
Τι απόκαμε η προξενήτρα που στείλαμε στον πρόεδρο;
- Όλα εντάξει κόρη μου, της είπε η μάνα μπαίνοντας στην
κουζίνα. Ε, τόση γη και τόσες λίρες πώς να πει όχι κορίτσι μου;
- Κυρία προέδρου, σιγομουρμούρισε η Κατίνα τακτοποιώντας
ένα τσουλούφι που ξέφυγε από την κοτσίδα της.
Πάντα τη γοήτευε η εξουσία.
ΤΕΛΟΣ

 Σταυρούλα Δεκούλου... Λογισμών αραξοβόλι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου