Το τραγούδι της Καλυψώς... Σοφία Σταθαρού.

Άραγε υπάρχει κάποιος που δεν γνωρίζει τις νεράιδες; 
Η για να το θέσω σωστά, να έχει ακούσει για αυτά τα μαγικά
και υπέροχα πλάσματα; Νεράιδες της φύσης, του νερού και του
αέρα. Για την αγάπη, τον πόνο και τη θλίψη.
Αναρωτιέμαι όμως, έχει κανείς σας ακούσει για την Καλυψώ;
Έχει ακούσει τον πόνο, την θλίψη της; Αναρωτιέμαι, έχει πονέσει
άλλος κάνεις όσο αυτή; Στην Σερβία υπήρχε ένα ποτάμι που το
έλεγαν Βλάσινα. Εκεί λέγετε γεννήθηκε η Καλυψώ, μέσα στο
βάλτο και στις καλαμιές. Λέγετε πως εκεί, έχυσε το πρώτο δάκρυ
της μιας νέα , και αυτό ήταν η αφορμή να γεννηθεί.
Έγινε νεράιδα και όταν έχασε την αγάπη της, έκανε την θλίψη
της τραγούδι να το φωνάζει στα βουνά, να ταξιδεύει ο πόνος της
με τον αέρα. Όμως υπάρχουν κάποιοι που δεν συμφωνούν.
Λένε πως η ίδια η κοπέλα πόνεσε τόσο πολύ που την λυπήθηκαν
οι νεράιδες και την πήραν να τους τραγουδά για την αγάπη που
έχασε. Ίσως νεράιδα, ίσως κοπέλα κανείς δεν ξέρει με σιγουριά.
Όλοι όλως λένε πως πονά. Όλοι ξέρουν τον πόνο την θλίψη και
το τραγούδι της Καλυψώς. Ένα νεαρός περνούσε από το ποτάμι
ένα μεσημέρι και άκουσε το τραγούδι μιας κοπέλας.
Κατέβηκε από το άλογο του και σαν υπνωτισμένος άρχισε
να ακολουθεί τον ήχο. Κρύφτηκε πίσω από το δέντρο για να
μην την τρομάξει και έμεινε εκεί να την ακούει να τραγουδά.
Η κοπέλα ξαφνικά σταμάτησε, και ο νέος βγήκε από το δέντρο,
αλλά εκείνη είχε χαθεί όσο και να έψαξε δεν την βρήκε πουθενά.
Κάθε μέρα πήγαινε στο ίδιο σημείο μήπως την ξανά δει, αλλά
μάταια. Ένα βράδυ του Αυγούστου που το φεγγάρι είχε αρχίσει
να γεμίζει στον ουρανό πέρναγε από το ποτάμι όταν την άκουσε
να τραγουδά. Έδεσε προσεχτικά το άλογο στο κορμό ενός
δέντρου και ακολούθησε το τραγούδι μέσα στο δάσος. Τότε την
είδε, γυμνή να κολυμπά μέσα στο ποτάμι και τα μακριά κόκκινα
μαλλιά της ξέπλεκα να επιπλέουν σαν πυρήνες φλόγες.
Μαγεύτηκε τόσο πολύ που την πλησίασε και την ρώτησε πως τη
λένε. "Καλυψώ με φωνάζουν." Άπλωσε τα χέρια της και έπιασε
τον νέο από τη μέση, τον παρέσυρε στο ποτάμι μαζί της,
άρχισαν τότε τα δύο κορμιά να γίνονται ένα σε να χορό
μεθυστικό. Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου τον βρήκαν ξαπλωμένο
στον κορμό του δέντρου που είχε δέσει το άλογο του. Δεν ήξερε
αν ότι είδε, αν ότι έζησε ήταν αληθινό η όνειρο. Έφυγε, αλλά το
βράδυ θα επέστρεφε, έπρεπε να σιγουρευτεί. Κάθε βράδυ χόρευε
δίπλα της και κάθε πρωί ξυπνούσε στον κορμό του δέντρου.
Εκείνος μαγεμένος από την ομορφιά και η Καλυψώ από την
ευγένεια του. Ένα βράδυ, το φεγγάρι είχε κρυφτεί και το σκοτάδι
είχε απλωθεί σε όλο το δάσος. Όπως χόρευαν οι δύο τους, ο
νέος έπεσε στο ποτάμι και το νερό έγινε κόκκινο.
Ίσως νεράιδα, ίσως κοπέλα κανείς δεν ξέρει με σιγουριά.
Όλοι όμως λένε πως πονά. Όλοι ξέρουν τον πόνο την θλίψη
και το τραγούδι της Καλυψώς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου