- Γιαγιά ποτέ δεν έρχεσαι σπίτι μας, όλο εμείς ερχόμαστε,
της είπα εκείνο το πρωινό. Δεν περίμενα ωστόσο τον
ερχομό της το ίδιο απόγευμα, δεν θυμάμαι αν ήρθε πριν
τον κατακλυσμό ή κατά την διάρκεια του.
Ήταν σαν να ειχαν αποφασίσει οι ουρανοί να σπείρουν
κεραυνούς στη γη, δεν είχα ξαναζήσει στη ζωή των δέκα
μόλις χρόνων μου τέτοια καταιγίδα.
Χώθηκα κάτω από τις κουβέρτες κι απόμεινα εκεί
κουκουλωμένη, τρέμοντας από τον φόβο.
Μάταια η ατρόμητη γιαγιά μου που ήρθε στο σπίτι,
μόνο και μόνο επειδή της το ζήτησα εγώ, προσπαθούσε
να με βγάλει απ' την κρυψώνα μου, δεν βγήκα ποτέ!
Και δε θυμάμαι αν ξανάρθε ποτέ στο σπίτι μας,
ίσως και να θύμωσε που φάνηκα τόσο δειλή,
ίσως πάλι να έφταιξε που δεν της το ξαναζήτησα.
Ποτέ όμως δεν το συζήτησε, ούτε καν για να με πειράξει,
ούτε δειλή με είπε... Ξέρεις γιαγιά εκείνο το απόγευμα
κάτω από τις κουβέρτες όπως ήμουν φοβισμένη
όσο κι αν έκλεινα τα αυτιά μου, άκουγα τις αστραπές,
αλλά άκουγα και το ζεστό γέλιο σου.
Κι απ' όταν έφυγες...για τελευταία φορά... πάλι χωρίς
να σε αποχαιρετίσω...δεν ξαναφοβήθηκα τις καταιγίδες.
Τώρα πια βγαίνω στο μπαλκόνι και κοιτώ κατάματα
τους κεραυνούς, γιατί μαζί με την βροντή τους ακούω
το γέλιο σου και τη φωνή σου να μου λέει...
"Για σένα ήρθα, σήκω να σε δω...μη φοβάσαι γιαβρί μου".
Δε φοβάμαι, όχι πια, ατρόμητη έγινα όπως εσύ,
Αφιερωμένο στη γιαγιά μου Σοφία, την μόνη που πρόλαβα
να γνωρίσω από γιαγιάδες και παππούδες, έφτασε ωστόσο για
να μου διδάξει την αγάπη των ηλικιωμένων στα εγγόνια τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου