Βούρκωσαν οι θύμησες απόψε.
Τον τρόμο είδαμε στα μάτια του φεγγαριού.
Στο λιθόστρωτο βογγούν τα αδύναμα βήματα.
Στο ερειπωμένο σπίτι, το δίχως στέγη,
εκεί όπου, ξερόκλαδα και κισσοί μόνο υπήρχαν,
άναψαν ξαφνικά προβολείς
και φωταγωγήθηκε το σαθρό
βουρκωμένο παρελθόν.
Απέξω περνούσε ανέμελη, φτιασιδωμένη,
η γριά πρώην οικοδέσποινα
αναπολώντας τα μεγαλεία του παρελθόντος.
Οδηγός εσύ σε κούρσα πολυτελείας,
νόμιζες με ταχύτητα αεροπλανική,
θα καταφέρεις να σπάσεις τα όρια
και να επιβάλεις το καινούργιο
δίνοντάς της ελπίδα κι ανάβοντας
τη σπίθα στη πονεμένη ματιά.
Είναι ωραίο να κοιτάς στα χείλη
το πορφυρό φως.
Είναι ωραίο να κοιτάς στα μάτια
τη γυαλάδα , που δίνει ο έρωτας.
Μα όλα, σε χρόνο κανονικό.
Ένα χαμόγελο αχνό σκάει στα χείλη της .
Κι ένας ψίθυρος απαλός της ξεφεύγει:
- Αφήστε με να ζήσω την ουτοπία μου,
άλλο χρόνο δεν θα' χω...
Κανείς δεν κινείται, κανείς δεν μιλά.
Και συ, μ' ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη ,
καψαλίζεις τις υποσχέσεις σαν χαρτί,
που ανάβει απ' την κάφτρα του τσιγάρου
κι ύστερα λαμπαδιάζεις των ονείρων
τις σκιές, να μην μείνει τίποτα ,
που να θυμίζει τα χθεσινά γέλια.
Νοιώθουμε τον ήχο από το σπάσιμο
των στιγμών της αιωνιότητας,
που γηρασμένες καρτερούσαν λίγη χαρά.
Κι έπειτα ένα γδούπο και μια ξεψυχισμένη φωνή :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου