Ο Χορός Των Αστερών... Ιωάννα Αθανασιάδου.

Οι φλόγες, πύρινες ρομφαίες, ανέβαιναν. Γύρω από τις φωτιές κάθονταν πρόσωπα πολλά, βυθισμένα στο σκοτάδι, μέχρι να τα διαλέξει κάποια φλόγα που ξεπηδούσε προς το μέρος τους. Φωτίζονταν τότε μέτωπα ιδρωμένα, μάτια μεγάλα, χείλη γεμάτα έξαψη. Ήταν η γιορτή του Αϊ- Γιάννη του Κλήδονα και σε όλα τα σταυροδρόμια καίγονταν τα μαγιάτικα στεφάνια. Παλικάρια και κοπελιές συναγωνίζονταν στο πήδημα της φωτιάς. Έπαιρναν φόρα και σαν αέρας περνούσαν μέσ’ από τις φλόγες. Η φωτιά απειλούσε την ύπαρξή τους, αλλ’ αυτοί άφοβοι έπαιζαν με τον Χάρο που ήθελε να τους αρπάξει με τις χίλιες του γλώσσες. Γινόντουσαν μικροί αθάνατοι δίπλα στον Αϊ- Γιάννη τον καβαλάρη, σιμά στον Αϊ- Γιάννη τον χορευτή…
Οι φωτιές έστελναν ένα αντιφέγγισμα κόκκινο και θαμπό, που χανόταν στο μαύρο τ’ ουρανού. Η νύχτα ήταν καλοκαιριάτικη, ξάστερη. Από κάποιο μπαλκόνι ακούστηκε ένα τραγούδι. Δεν ήταν μήτε μοιρολόγι μήτε τραγούδι της χαράς. Ψήλωνε αλλόκοτα σε μια κραυγή που πήγαινε να φτάσει στη χαρά, αλλά αμέσως κατέβαινε σ’ ένα μονόλογο που άγγιζε τη λύπη, χωρίς να χαθεί εκεί και να γίνει θρήνος γοερός. Ένας γέροντας τραγουδούσε εκείνη τη νύχτα που τα νιάτα θριάμβευαν στη γιορτή του Αϊ- Γιάννη. Το πρόσωπό του είχε το κοκκινωπό των γηρατειών, που έδειχνε αχνές τις φλέβες στα μάγουλα και στα βλέφαρα. Τα μαλλιά του και τα μάτια του είχαν χάσει το χρώμα της νιότης.
Απ’ το μπαλκόνι του φαινόντουσαν οι φωτιές στα σταυροδρόμια, σαν να έπεσαν τ’ άστρα στη γη κι ο κόσμος χόρευε ξέφρενος απ’ το μυστήριο. «Σήμερα χορεύουν τ’ αστέρια» σκέφτηκε ο γέροντας κι άρχισε πάλι να τραγουδά…
Προσφυγόπουλο ήρθε στην Ελλάδα… Η μνήμη του περπατούσε στην «πατρίδα», που είχαν αφήσει πίσω… Ο πόνος της αξέχαστος… Το τραγούδι του, ήχος βουβός, γι’ αυτήν μιλούσε. Δεν ήταν χαρά μήτε θρήνος. Ήταν σοφία και στοχασμός.
Τα νιάτα αναμετριούνταν με τις φωτιές του Αϊ- Γιάννη. Θυμήθηκε τη νιότη του. Τότε που γεμάτος «νεύρο» και θέληση περνούσε μέσα απ’ τις φλόγες… Τώρα σιγά σιγά ένιωθε τον Αϊ- Γιάννη να τον καλεί να πηδήξουν μαζί μια άλλη φωτιά… Οι φλόγες του θανάτου πλησιάζανε… Μαζί θα τον νικούσαν… Όπως μαζί είχαν νικήσει και τη φωτιά του πολέμου και το μαράζι του ξεριζωμού και τα βάσανα μιας ολάκερης ζωής.
Το τραγούδι του καλούσε όσα πέρασαν. Η νιότη του είχε μείνει μαζί τους… Και τώρα που δεν μπορούσε πια να χορέψει τον «χορό των αστεριών», έστελνε στα ουράνια σαν φλόγα το τραγούδι της ψυχής του.
« Ένα ποτάμι είναι η ζωή», σκέφτηκε, «κανένας χρόνος και κανένας καιρός δεν το επηρεάζουν. Ρέει βουβό, βαθύ, δυνατό. ‘Αχρονο σαν τον ‘’χορό των αστεριών’’. Τίποτε δεν μπορεί να σβήσει τη ‘’φωτιά’’ που κρύβουν στα στήθη οι χορευτές του. Υπερήφανοι θα βαδίζουν πάνω στο άλογο το μαγεμένο του Αϊ- Γιάννη, μικρά αστέρια δίπλα στα μεγάλα τ’ ουρανού…»

Ιωάννα Αθανασιάδου,
απ' το βιβλίο ΨΙΘΥΡΟΙ ΣΤΑ ΠΕΡΑΣΜΑΤΑ, εκδόσεις Βεργίνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου