Εσείς Ο Κόσμος .. Εγώ Μία Σταγόνα... Νίκος Μοσχίδης.

Δεν έχω τίποτα μοναδικό πια στην καρδιά,
τίποτα τουλάχιστον που να μοιάζει με Μάη κι ανθισμένο κήπο,
έκλεισα την πόρτα κι εξαγορασα μόνο ησυχία και τάξη,
μπήκα σε απανεμες διαδρομές,
αντάλλαξα τον ενθουσιασμό με γνώση,
τ' όνειρο με αυτάρκεια,
τον πόθο με αυτοσεβασμό,
δεν αντιμιλω πια στην μοίρα μου,
τα μάτια μου ρυάκια και λίμνες,
βότσαλα σε βυθό λασπωμένο
όχι φεγγάρια που ταξιδεύουν με της θάλασσας
τους ακορεστους ανέμους.
Πως έγιναν αυτά δεν ξέρω,
νομίζω ο χρόνος μ'εκλεισε σε αδιέξοδους λαβύρινθους
και δεν βρήκα έγκαιρα τον δρόμο,
έτσι ξεμεινα στην ασφάλεια του δεδομένου εγκλωβισμού,
κι όχι άλλου χειρότερου.
Κάποιο διαβαταρικο περιστέρι
μου μηνυσε ότι όλοι οι δρόμοι είναι κλειστοί,
ότι η γη είναι πια μια μεγάλη μα στεκουμενη λίμνη
κι εγώ το πίστεψα,
γιατί οι ευωδιές ανθεων του Μάη δεν φουντώνουν πια τα στήθη μου σαν πανιά ιστιοφόρου,
ούτε από 'κει μέσα ξεχύνονται τα παράπονα σαν ποταμοί.
Νομίζω το κρίσιμο σταυροδρόμι που πέρασα,
ήταν η κατηφόρα της αναλγησίας,
χωρίς πόνο μπορείς και πεθυμεις την συμπόνια, αγαπάς την μεγαλόψυχη δικαιοσύνη
και για να δικάσεις κοιτάς πίσω,
πίσω κι όχι μπροστά,
δικάζεις σοφά κι επιστημονικά όπως πρέπει,
μα σου ξεφεύγει κάτι απ' την ζώσα ουσία του δεδικασμένου.
Όλα είναι κύκλος,
να του δώσω μια ν'ανοιξει
άλλη μια ν'αναγεννηθω.
Μα η καμπύλη τόσο δύσκολο να γίνει ευθεία,
τα ποιήματα να ζωντανέψουν,
το παρελθόν ν'αλλαξει εκμηδενιζοντας τις μοίρες
πρόσω ολοταχώς,
μα το τιμόνι γυρίζει σαν τρελό
και οι μαγνήτες κολλημένοι δείκτες ρολογιών
σαν αφερεγγυες πυξίδες.
Θάλασσα μου έλα πνιξε
όλα αυτά που ξεψυχουν
τον βαθύ σου κόσμο δειξε
βογκητα να μην ηχούν
χωρίς αγάπη, αγκαλιά
μονάχοι κι αν μένουμε
στων ονείρων τα παλιά
αχ καρδιά σε δένουμε
μπιχλιμπιδια αποκαιδια
σε κλωστη χρυση περναμε
μάταια τέτοια στολίδια
την θλίψη μας κερνάμε.
Ψάχνω την αλήθεια σου
μια παράσταση αρχίζει
χτυποι μέσ'τα στήθια σου
σαν κλαίει και ραγίζει
η καρδιά μου σημάδι
μα αστοχούν τα βέλη
ή αγάπη ριμαδι
μα η μοίρα μου δεν θέλει
να σωθώ ή να πέσω
μ'αφηνει μόνο να ορω
στο κατάρτι ας με δέσω
μ'εναν όρκο ιερό
του χρόνου ίσια σελίδα
σαν την ξετσαλακωσα
σιδερωμενο φύλλο
να διασχίσω μ'ελπιδα
ήττες μου σας τσακωσα
γλυκό ζωής μου μήλο.
Τη ζωή αναμετρω
μ'ένα μπράντ ντε φερ
μετρω
κι εξαντλώ την πυγμή
ματωμένο το φιλί
ξερόκλαδα της σκέψης
στο ποτάμι της ζωής
να τ'αρπαξω να σωθώ
απ' τις λάσπες στον βυθό
καρδιά μου να τα δρέψεις
διαρκής κυλούν ροής
περιφέρομαι κι ωθω
δυστυχής εσε ποθώ.
Μια γλυκιά σταγόνα
φτιαγμένη απο όνειρα και
οράματα γεννήθηκε στο
κέντρο του μετώπου.
Μια σταγόνα κυλά προς τα μάτια.
Ενωνεται με μια αλμυρή φτιαγμένη από θλίψη για ότι έχει δει.
Μια μεγάλη άγευστη σταγόνα κυλά προς το στόμα,
αλλά αυτό αδιάφορο σε ότι δεν απολαμβάνει, κλείνει και την αφήνει να περάσει.
Κυλά προς την κόκκινη λίμνη της καρδιάς
μα η σταγόνα ακαταδεκτη ποθώντας την θάλασσα,
τα σύννεφα,
τον ουρανό,
τον ρυθμικό χορό της βροχής,
τους ποταμούς και τα ταξίδια
στρίβει προς τον ώμο.
Κυλά απ' τα μπράτσα πιο χαμηλά.
Μια σταγόνα ψάχνει το πέλαγο και κυλά προς τ'ακροδακτυλα.
Αυτά που άλλοτε πλεκαν ζωγραφιές αγάπης με άλλα παρέα,
τώρα άσκοπα στέκουν άδεια.
Μια σταγόνα νιώθει πως φτάνει στον προορισμό της,
δεν είναι ούτε γλυκιά ούτε αλμυρή,
Θέλει και περιμένει μόνο τον ολανοιχτό ωκεανό,
εκεί πέρα στην άκρη των δακτύλων,
μετέωρη,
έτοιμη να πέσει από στιγμή σε στιγμή,
στην καταστροφή ή την σωτηρία,
ποθώντας να ξεχυθεί και να γίνει ένα με τον κόσμο.
Νίκος Μοσχίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου