Θυμάμαι που η κυβέρνηση Παπάγου απαγόρεψε την λειτουργία της εκκλησίας του πα- λαιού ημερολογίου και σφράγισε τις εκκλησίες (πόρτες και παράθυρα) με βουλοκέρι. Οι παπάδες ήταν υποχρεωμένοι να πάνε με το νέο ημερολόγιο και αυτοί που δεν ήθελαν έπρεπε να βγάλουν τα ράσα και να γίνουν πολίτες. Στο χωριό μου οι υπεύθυνοι της εκκλησίας του τιμίου Προδρόμου αποφάσισαν ο παπα-Νίκος να μην βγάλει τα ράσα. Έτσι και έγινε. Ο παπα- Νίκος κρύφτηκε και δεν τον ξαναείδαμε..
Ο σταθμός χωροφυλακής είχε απόσταση λιγότερο από δέκα μέτρα από την εκκλησία.
Ένα πρωί, μετά από μια νύχτα παγωμένη που από τα κεραμίδια κρέμονταν δυο μέτρα σταλαχτίτες, μάθαμε πως το καντήλι του Χριστού όλη τη νύχτα έκαιγε και ο κόσμος διαλαλούσε πως έγινε θαύμα. Οι πολύ φανατικοί πηγαίνανε, έβλεπαν από τα παράθυρα μέσα στη σφραγισμένη εκκλησία και έκαναν τον σταυρό τους. Εγώ και ο Γιώργος κάθε μέρα ακούγαμε να συζητάνε για το θαύμα. Τον παπα-Νίκο στο μυαλό μας μέσα τον είχαμε μυθοποιήσει αφού και η μάνα μας, μας μιλούσε για το θαύμα που κάθε βράδυ το καντήλι του σταυρού έκαιγε! Εμείς, μόλις έπεφτε η νύχτα σκαρφαλώναμε στα παράθυρα της εκκλησίας για να το δούμε με τα μάτια μας.
Οι μέρες έτρεχαν, οι μήνες περνούσαν, ο φαρισαίος διαβάζονταν με το νέο η ημερολόγιο, εμείς ντυνόμασταν καρναβάλια και τα βράδια γυρίζαμε στα σπίτια. Ο χειμώνας περνούσε, η τερνή ερχόταν, τα κέδρα τα κάναμε θημωνιές που τις στολίζαμε με κορδέλες και με σερπαντίνες. Εμείς μπαίναμε μέσα, κρυβόμασταν και λέγαμε τραγούδια αποκριάτικα. Η μέρα τελείωνε, το σούρουπο έπεφτε και εμείς ανάβαμε τα κέδρα. Η φωτιά δυνάμωνε και σαν μαστουρωμένα χορεύαμε γύρω από τη φωτιά τραγουδώντας τα αποκριάτικα τραγούδια.
Οι γυναίκες της γειτονιάς έβγαιναν με ταψιά από πίτες και σαραγλιά χαρούμενες και έπαιρναν και αυτές μέρος στο τραγούδι. Τραγουδούσαμε και όσοι περνούσανε από κοντά, τους στολίζαμε με τραγούδια: «Ένας γέρος μες τ’αλώνι με την πούτσα του μαλώνει, μια γριά με το κοντόσι έχει πούτα να μας δώσει», «πασερηνός πασερινιά πάει να τη γαμίσει, πάει κι ένας καλόγερος να την σαραφλαντίσει», «ένας παπάς μες στην αντάρα κυνηγούσε μια γαϊδάρα» και άλλα που έχουν σβηστεί από τη μνήμη μου. Έτσι έφτανε το ξημέρωμα και πηγαίναμε να πέσουμε κατάκοποι καταγής στο στρώμα το γεμισμένο από καλαμποκόφυλλα.
Ήρθε το Πάσχα και όλη μέρα εγώ και ο Γιώργος βλέπαμε μια κινητικότητα μα δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι συνέβαινε. Αφού βράδιασε είδαμε τις αδερφές μας να φορά- νε τα καλά τους ρούχα. Η Μαρίκα μας πήρε για να μας βάλει να πλυθούμε, μα εμείς ντρεπόμασταν να κατεβάσουμε τα βρακάκια μας που ήταν ραμμένα από άσπρα παλιά σκισμένα σεντόνια. «Ελάτε, μπες Γιώργο πρώτα εσύ, έλα και εσύ Θανάση, μπες μην ντρέπεσαι, εγώ δε βλέπω, μόνο νερό θα ρίχνω, μπείτε στη σκάφη, άντε και θα πάμε στην Ανάσταση.» Εμείς ξαφνιαστήκαμε, πετάγομαι εγώ και της λέω: «Άντε ψεματιάρα, αφού η εκκλησία μας είναι κλειστή». Η Μαρίκα δε μου απάντησε, παρά είπε στο Γιώργο «έλα μπείτε να τελειώνουμε». Τελειώσαμε και με ένα χοντρό πανί μας σκούπισε καλά- πετσέτες δεν είχαμε αφού όλη η προίκα της μάνας μας είχε πουληθεί στην κατοχή- μας έντυσε και έφυγε μαζί με τις άλλες αδερφές μας.
Σε λίγο ήρθε η μάνα και λέει σε μένα: «Έλα Θανάση να σας χτενίσω». Εγώ δεν ήμουν κουρεμένος, είχα αφήσει πλέον τα μαλλιά μου και τα έφτιαχνα χωρίστρα. Μας χτένισε, μας πήρε από το χέρι και πήραμε να ανεβαίνουμε τον ανήφορο. Φτάσαμε στου Φλούρου το σπίτι, ένα σπίτι μεγάλο με τεράστια αυλή. Στο σπίτι αυτό κατοικούσανε τρεις οικογένειες.
Αφού μπήκαμε στην αυλή είδαμε τους χωροφύλακες έξω από την εξώπορτα του σπιτιού να τριγυρνάνε ανήσυχα και να μας κοιτάνε αγριεμένα. Εμείς περάσαμε μέσα. Το σαλόνι του ήταν πολύ μεγάλο και όλο το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο. Η πόρτα έκλεισε και η φωνή του παπα-Νίκου ακούστηκε να διαβάζει. Οι χωροφύλακες απ’ έξω έσπρωχναν την πόρτα να μπούνε μέσα, ο κόσμος από μέσα έσπρωχνε να μην μπούνε οι χωροφύλακες. Με δυσκολία αναπνέαμε από το στρίμωγμα. Μια γυναίκα είχε σπάσει το χέρι της και ο παπα-Νίκος συνέχιζε να διαβάζει μέχρι που ήρθε η ώρα και είπε το Χριστός Ανέστη. Από εκεί και πέρα άλλο δεν ακούσαμε τη φωνή του παρά μόνο τις φωνές που έψαλαν και ένα βουβό κλάμα συγκίνησης έβγαινε και τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της μάνας μας και των άλλων γυναικών! Εμείς κοιτούσαμε σαν χανάκια.
Θανάσης Παμπόρης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου