Όταν θολώνει το μυαλό... Έφη Κεραμή.

Όταν θολώνει το μυαλό
τους δρόμους τότε παίρνω
κάπου που είναι ανοιχτά
όταν βλέπω φως, μπαίνω.
Τα μπαράκια τις νύχτες τα μικρά
μαζεύουνε ψυχές ξενιτεμένες
τις καρδιές που έμειναν μισές
από αγάπη και ανθρώπους προδομένες.
Ετσι μπήκα χθες,
στο δεύτερο που βρήκα,
ήταν ξέμπαρκο, πολύ μοναχικό
κοντά σε μια γυναίκα πήγα
φαινόταν σαν να ψάχνει τον Θεό.
-Ακούω λέω, αν θέλεις να μιλήσεις
την σιωπή έτσι ίσως να την ξορκίσεις.
Χαμογέλασε, μα είδα μόνο πίκρα
-Με σιωπή να κάνω προσευχή, ήρθα.
-Ωραία μαζί σου τότε θα σιωπώ
Ίσως κάνω μια προσευχή και εγώ.
-Πάρε ουίσκι
να ακούσεις του κόσμου τα δεινά ,
από αύριο δεν θα είμαι πουθενά.
Πριν ακόμα πάω στο σχολειό
το κορμί είδε βία και τον βιασμό.
Αθώα δεν μεγάλωσα
μέσα σε οικογένεια
πέθανα μικρή εκεί,
στην μπόχα του από τα γένια.
Μεγάλωνα χωρίς ψυχή και αίμα
δεν μου έριχνε κανείς
ούτε ένα βλέμμα
Έτσι γύρναγα τις νύχτες μου μονάχη .
Έπαιρνα σκόνες, μίσος
και ό,τι άλλο λάχει .
Έπινα ποτά να μην θυμάμαι
μα πάνω έπεφτα
σε όλα που φοβάμαι.
Πάγωσε μέσα μου το αίμα
από σπέρμα έγινα,
μου δίναν όλοι σπέρμα.
Μα δεν αγάπησα,
αγάπη εγώ δεν πήρα
Σαν ένα όνειρο φθηνό
που πνίγηκε στην μπύρα .
Την ομορφιά μου
από τότε τήνε μίσησα
έτσι στα υπόγεια και λάσπες κατρακύλισα.
Εκεί και αν είδα του κόσμου
τα άγρια φαντάσματα
Ήταν και καλά παιδιά
μετά από πτυχία και διαβάσματα.
Ο ξεπεσμός ,
δεν έχει καμία γνώση
Ψάχναμε όλοι θάνατο,
αυτός να μας λυτρώσει.
Μα χάρη δεν μας κάνει
ούτε και αυτός
θα έρθει μας ψιθύρισε, αργά,
θα είναι οδυνηρός.
Έτσι τον περιμένουμε,
κάποιοι σαν εσένα μας κερνάνε
τις νύχτες γυρεύοντας τον θάνατο καθώς γυρνάμε.
-Δικά μου τα σημερινά ,
ένα δάκρυ μου, κυλάει .
-Έχεις ψυχή ακόμα,
μα αυτό δεν με βοηθάει .
Δώσε μου λύτρωση
από τις άσχημες τις μνήμες,
μετά δε σε ξέρω,
δεν σε είδα, δεν με είδες...
Ξάφνου ένα ρίγος
την πλάτη σαν μαχαίρι
μου τρυπάει
νιώθω όσα νιώθει,
κανείς πως δεν την αγαπάει.
Συνεχίζω να βγάζω τον σκασμό
μα σηκώνομαι αργά απ' το σκαμπό.
Με μάτια γεμάτα δάκρυα,
την κοιτάζω
ανοίγω τα χέρια μου
σφιχτά την αγκαλιάζω.
Τρέμει σαν ψάρι έξω από το νερό
σαν κορίτσι που φοβάται, μικρό.
Έτσι μείναμε εκεί
μαζί να κλαίμε
δεν ξέρω αν την αγκάλιασαν ποτέ,
εδώ που τα λέμε.
Αυτό να αναζητούσε
ως μεγάλη προσευχή,
όταν βγαίνει μόνη της
και πίνει στη σιωπή;
Τα μάτια της γεμάτα
από δάκρυα και μαστούρα
όλες οι μνήμες της βγαίνουν
σε προβολή μαζί με την θολούρα.
-Σήκω πάμε , της λέω
να φύγουνε από εδώ
ξέρω ένα μέρος
να σου γίνει φυλαχτό.
Στο αμάξι μου μπαίνει παραπατώντας
Μονολόγους κάνει,
την ακούω οδηγώντας.
-Μια ξένη μου έδωσε στοργή
μια αγκαλιά να κλάψω,
καλύτερη και από φαΐ.
Σε τόπο μοναχικό
σε σπίτι τόσο δα μικρό
ερημίτης σοφός μένει,
την πάω και του λέω,
πως είναι τελείως απελπισμένη.
Μπορεί στην μοναξιά
το αύριο να μην ζήσει.
Χρειάζεται μόνο κάτι,
λίγο πάλι να ελπίσει .
Παίρνει ανάσα αυτός,
μεγάλη βαθιά
η αγάπη, μου λέει, κόρη μου
σ' όλους δίνει φτερά.
Προσεύχετε, ψηλά κοιτά
δάκρυα στους τρεις μας κυλάνε
ξέρω δεν είναι πολλοί,
που τους άλλους συμπονάνε.
Έτσι γεμίζει φως
όλος ο χώρος
της φεύγει μονομιάς
όλος της ο πόνος.
Πίσω φαίνεται
σαν να γυρνά ο χρόνος
Το πρόσωπό της μοιάζει
παιδικό ιδιαζόντως.
Λάμπει πάλι η ματιά της
Μυρίζουν άνοιξη τα μαλλιά της
Το σώμα άλλαξε, όρθια στέκει
Τώρα ξεκάθαρα λέει,
πως όλα τα βλέπει.
- Έζησα άλλη, νέα παιδική ζωή
όλα τα άσχημα έφυγαν
σε μια στιγμή.
Τι έγινε γέροντα και νιώθω έτσι;
Δεν ξέρω τι είναι,
αλλά πολύ μ' αρέσει.
- Τράβα παιδί μου
στο καλό να πας.
Από σήμερα έμαθες
ολοκληρωτικά να αγαπάς.
Αγάπη γέμισες, θείο έργο,
φύγαν οι σκιές
δεν θα γυρίσεις ποτέ ξανά
στο πεθαμένο σου το χθες.
Τον γέροντα εκείνη αγκαλιάζει
η θέα του αγνή,
κανέναν δεν τρομάζει.
-Πάμε, της λέω
ώρα και αυτός να ηρεμήσει
η ζωή πια όμορφα
για σένα θα κυλήσει.
Στο σπίτι της
σαν την αφήνω μπροστά
με ρωτάει, τι ήταν όλα αυτά.
-Δεν ξέρω , της λέω
βοηθά εκείνος με σιωπή
όσους μόνους ξεμείναν
σε τούτη τη ζωή.
Έσύ αν από τώρα και εμπρός σαλτάρεις
να βγαίνεις τις νύχτες και να βολτάρεις.
Γύρω σου να ψάχνεις πονεμένους
αλήτες, ξέμπαρκους και αφημένους.
Θα κάνεις όσα σήμερα εγώ,
να τους πηγαίνεις
στον γερό τον σοφό .
Κάποιοι είπαν,
πως πεθαίνει χίλιες φορές ,
για τους άλλους
όταν τους γύρνα στο χθες.
Άλλοι είπαν,
άγγελος πως είναι στην γη
άλλοι πηγαίνουν
και δεν τον έχουν βρει.
Άλλοι τον είδαν
να έχει φτερά
πάνω από τα μπαρ
τις νύχτες να πετά.
Ώρα καλή σου
στη νέα σου ζωή
μπορεί άγγελος
να έγινες σήμερα και εσύ.
Από τώρα
είναι ολόκληρη η ψυχή
η καρδούλα σου
δεν θα ξαναφοβηθεί.
Κάποιοι
τις νύχτες που τριγυρνούν
ανθρώπους
που είναι σε κίνδυνο βοηθούν.

- Έφη Κεραμή -

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου