Αχ να γινόταν πάλι να με πάρεις απ’ το χέρι
να με βγάλεις από τούτο το λαγούμι
όπου οι άνθρωποι μυρίζονται ανθρώπινο κρέας
να με πήγαινες όπως τότε στην ακροθαλασσιά
κάτω από τα κτίρια των παιδικών εξοχών,
τότε που σε περίμενα να παραπονεθώ
έστω να πω ότι η προϊσταμένη
κρατούσε τα γλυκά που μου ‘φερνες
κι αντί γι’ αυτό κοιτούσα μαγεμένος
τα καινούρια, λαστιχένια σου παπούτσια.
Πατέρα δεν έμαθες ποτέ
σε τι κόλαση με είχατε βάλει
τι μού ‘καναν τ’ άλλα τα παιδιά
που όλη τη μέρα με λέγαν «θεατρίνα»
κι εγώ, πνίγοντας τα κλάματα, τά ‘βαζα με σένα
με το Θεό, με όλους που δεν είχες
μια δουλειά της προκοπής, ει δυνατόν ένα γραφείο.
Ντρεπόμουνα για το επάγγελμά σου
όπως τώρα καμαρώνω, τώρα
που κάθε πρωί κινάω για την κοινή σκλαβιά
του ασήμαντου γραφείου μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου