Oλόρθος μένει ο γέροντας, θολός στο πάτημά του,
και καρτερεί το σίφουνα, που μούγκριζ’ εμπροστά του.
Kάτασπρο το κεφάλι του, πυκνό, μακρύ το γένι
στα λιοκαμμένα στήθια του αφράτο κατεβαίνει
σαν ανθισμένη αγράμπελη, που πέφτει από κοτρόνι·
του χρόνου τ' άσπλαχνο γενί και της σκλαβιάς οι πόνοι
το μέτωπό του αυλάκωσαν, του το ’χαν κατακόψει.
O ήλιος του φθινόπωρου του ρόδιζε την όψη
ετύλωνε τη φλέβα του, του πύρωνε τα χείλη
σαν κάποιος να ξεφτίλιζε, ν’ άναβε το καντήλι
της συντριμμένης του ζωής κ’ έριχνε στην καρδιά του
της νιότης όλον το θυμό και τα παλιά όνειρά του.
Kάτασπρο το κεφάλι του, πυκνό, μακρύ το γένι
στα λιοκαμμένα στήθια του αφράτο κατεβαίνει
σαν ανθισμένη αγράμπελη, που πέφτει από κοτρόνι·
του χρόνου τ' άσπλαχνο γενί και της σκλαβιάς οι πόνοι
το μέτωπό του αυλάκωσαν, του το ’χαν κατακόψει.
O ήλιος του φθινόπωρου του ρόδιζε την όψη
ετύλωνε τη φλέβα του, του πύρωνε τα χείλη
σαν κάποιος να ξεφτίλιζε, ν’ άναβε το καντήλι
της συντριμμένης του ζωής κ’ έριχνε στην καρδιά του
της νιότης όλον το θυμό και τα παλιά όνειρά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου