Απ’ τους σταθμούς, καθάρματα ορμίστε κυματοειδές!
Από του ήλιου τις ακτίνες είναι πλυμένη
Η δημοσιά, όπου βάδιζαν των βαρβάρων οι ορδές.
Η πόλη ιερή εδώ μπροστά σας απλωμένη!
Εμπρός! Έσβησε η φωτιά κι δε θα ξανασηκωθεί.
Να των προκυμαίων τα φανάρια, ιδού οι δρόμοι, κι εδώ
Παν’ από σας τ’ ανέφελα ουράνια, εκεί
Προσφάτως σμήνη των βομβών έσερναν το χορό.
Νεκρά και τα παλάτια, και οι οικίες με πόρτες ανοιχτές.
Ο φόβος της ημέρας περασμένης μεταπλάστηκε σε θάρρος.
Ορίστε, εδώ κοπάδι πουτανών που υπόσχονται γιορτές…
Εμπρός! τα πισινά και μπροστινά, ο φάρος!
Ω! σκυλολόι σε εποχή γαυριάσματος με ρούχα κουρέλια!
Η νίκη σας η πύρρειος σας κάνει τέρατα σαρκοβόρα.
Η νύχτα της ακολασίας ήρθε, και οι σπασμοί εντέλεια
Στενεύουν τους οδούς. Καταναλώστε, ήρθε η ώρα!
Να πιείτε! Κι όποτε το φως, σαν γροθιά στο μάτι,
Θα σας ξυπνήσει από του αλκοόλ την μεταλλαγή,
Θα είστε σώμα δίχως πνεύμα απλωμένο στο κρεβάτι.
Δεν πρόκειται να καταλάβετε πως είναι η αυγή.
Η πρόποση για την βασίλισσα με πλαδαρό της πισινό!
Νύχτα που σκίζει ο βήχας τα σωθικά των κολασμένων,
Και δίπλα χοροπηδάει το συρφετό το καθημερινό:
Λακέδες, κόλακοι, ηλίθιοι, και πλήθος μεθυσμένων.
Ω! ρυπαρές καρδιές! Ω! σιχαμερές γαστέρες!
Πιο δυνατά ρουφήξτε, με το βρομόστομο-οπή!
Για τη γιορτή κακίας, γεμίστε της σαμπανιέρες
Ω! Θριαμβευτές στεφανωμένοι με ντροπή!
Να αναπνέετε τα εξαιρετικά σας αέρια,
Στο δηλητήριο τις άκρες των γλωσσών βουτήξτε!
Παν’ απ’ τα κεφάλια σας, σταυρώνοντας τα χέρια
Τις χερούκλες σας χώσατε στης Γυναίκας την πληγή,
Με φόβο και λαγνεία έχετε πάνω της σκύψει,
Ενώ εκείνη, κατεχόμενη από την θεϊκή οργή
Εσάς, τα βρωμιάρικα παλιοτόμαρα θα πνίξει.
Παλιάτσοι, άρχοντες, κομπάρσων διάφορων ορδές,
Τι είναι για το Παρίσι-κορασίδα, που δεν σας είχε συνάξει,
Η σάρκα σας, το πνεύμα, το δηλητήριο, και οι κραυγές;
Ως σαπίλα απαίσια, από τον εαυτό της θα αποτινάξει.
Θα πέσετε, απ’ τις φιδότρυπες, θα σας πετάνε κλοτσηδόν,
Θα ικετεύετε να σας αφήσουν τις συνηθισμένες λιχουδιές.
Θα υψωθεί το στήθος της κόκκινης εταίρας των μαχών,
Και πάνω από σας θα σφίγγονται γροθιές.»
Παρίσι! ποτέ δεν γνώρισες τις ορδές αιμοχαρές,
Μες στην καρδιά σου το μολύβι θαμποφέγγει.
Κείσαι ανάσκελα, κι είναι θλιμμένες κι αυστηρές
Οι κόρες των ματιών σου, όπου η καλοσύνη τρεμοφέγγει.
Ω! πόλη μαρτυρική. Ω! πόλη μισοπεθαμένη.
Όμως το βλέμμα σου στο Μέλλον σ’ έχει οδηγήσει.
Και του Παρελθόν ο σκότος, ω! πόλη ξαπλωμένη,
Από τα βάθη των αιώνων θα σε ευλογήσει!
Η σάρκα σου γεννήθηκε για βάσανα,
Και της ζωής αβάσταχτης οι νόμοι θα ισχύσουν,
Ξανά θα ψηλαφήσουν το κορμί σου κρύα χέρια
Και τα σκουλήκια τα χλομά στο αίμα σου θα διεισδύσουν.
Αυτά τα έρποντα του κακού είναι στην κλίνη επιθανάτια,
Την ανάσα προόδου δε μπορούν να διακόψουν.
Δε θα σβήσουν τα νερά του Στυξ της Καρυάτις τα μάτια,
Εδώ της οικουμένης τ’ άστρα θα προκόψουν.
Πόλη-πληγή τεράστια, δυσώδης,
Μέσα στη Φύση τέτοιο θέαμα, να μη δει κανείς.
Ας είναι φοβερή η όψη σου, αλλά ο ποιητής μανιώδης,
Θα επαναλαμβάνει: «Είσαι αστέρας αειφανής!»
Εξυψώθηκες από την καταιγίδα στην ποίηση μεγάλη,
Αναβρασμός παθών αδάμαστων σπιθοβολεί,
Βροντά ο θάνατος, αλλά ο θρίαμβος θα έρθει πάλι,
Ω, πόλη εκλεγμένη! ακούς; Η σάλπιγγα καλεί!
Ο Ποιητής σου θα θυμάται όλα: των αθλίων τους λυγμούς,
Το μίσος και των καταδίκων τις κατάρες.
Εδώ τα θηλυκά στου έρωτα ρίχνει τους καημούς,
Σκορπίζει τις στροφές: «Εμπρός! Ληστές και διακονιάρες!»
Έρχεται η τάξη… Ξανασυνδέονται τα νήματα των ροών.
Στους παληοοίκους ανοχής ξανά ο ρόγχος των οργίων,
Και κυριεύει το παραλήρημα των αναπνοών,
Για να ριχτεί στα ύψη μαύρων ουρανών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου