Τι κι αν σε λέγανε Ζωή... (Κυριάκος Κάππα)

Ότι κι αν θέλησες να μάθεις, 
και να ρωτήσεις την ζωή, 
δεν σ’ ένοιαζε τι σου ‘μελε να πάθεις, 
το ζήταγες με βροντερή φωνή. 

Όρθιος κι αγέρωχα της μιλούσες, 
Και με το βλέμμα πάντα αυστηρό, 
βαθειά στα μάτια την κοιτούσες, 
χωρίς χαμόγελο και δισταγμό.

Όχι γιατί ‘σουν δύσπιστος, 
ούτε γιατί η ζωή σε έκανε τσαούση, 
ίσως σκεφτούν πως ήσουν άπληστος, 
πολλά ήτανε αυτά που ‘χες ακούσει. 

Πολλά τα μάτια σου είχανε δει, 
σκιαζόσουνα πως πάλι δεν σου λεν αλήθεια, 
δεν ήθελες ξανά η ψυχή να πληγωθεί,, 
δεν άντεχες κι άλλη μια πληγή στα στήθια. 

Γιατί ‘θελες σίγουρος πρώτα να είσαι, 
πριν η καρδιά αγνά γελάσει και χαρεί, 
κανείς δεν σου ‘χε πει έλα κι εσύ και ζήσε, 
δεν σου ‘δωσε απ’ το δικό του το κρασί.

Πολλές φορές και μάλιστα πολλοί, 
σου δείξανε που ειν’ η πηγή και το νερό, 
πίστεψες άνθρωποι πως ήσανε καλοί, 
μόνο που αυτοί άλλον είχανε σκοπό.

Κανείς από εκείνους όλους, 
δεν σου έδωσε ποτήρι για να πιεις, 
γέλαγαν όλοι τους σαν τους διαβόλους, 
στην κόλαση σε σπρώχναν να βρεθείς.

Κι όταν φωτιά ανάψανε και ζέστη έφερε, 
δεν σου έγνεψε κανείς μέσα να μπεις, 
και αγκαλιά κανείς δεν σου προσέφερε, 
να γείρεις λίγο και να ζεσταθείς.

Δεν μίλησες ούτε τους αποκρίθηκες, 
το βήμα κίνησες να φύγεις μακριά , 
στου νου την σκοτεινιά πολλά θυμήθηκες, 
και τότε ένοιωσες δίπλα σου μια σκιά. 

Βλέμμα τραχύ γεμάτο απορία, 
πέρασε από πάνω σου η Ζωή, 
τα μάτια της θυμό είχαν και μανία, 
φωτιές πετάγανε ωσάν την αστραπή.

Ποιος είσαι εσύ που δεν με προσκυνάς, 
γιατί θες πράγματα να με ρωτήσεις, 
και πως τολμάς κατάματα να με κοιτάς, 
χωρίς σε μένα μπρος να γονατίσεις.

Πως θέλησες άνθρωπε ν’ αρνηθείς, 
αυτό που η μοίρα έγραψε και συ το ξέρεις, 
βιάσου απ’ τα μάτια τρέξε να χαθείς, 
και γύρνα πίσω όταν δώρα θα μου φέρεις. 

Γιατί κυρά μου όμορφη γλυκιά, 
που μάτια λαμπερά σαν άστρα έχεις, 
χείλη κομμένα από μία κερασιά, 
κι ελαφίνας την κοψιά όταν στα δάση τρέχεις. 

Θέλεις ανθρώπους να σε προσκυνάνε, 
να ‘ναι στα γόνατα σαν σου μιλούν, 
να σέρνονται χάρες να σου ζητάνε, 
τα πόδια κλαίγοντας να σου φιλούν. 

Με όψη μοχθηρή και ερεβώδη, 
δώρα ζητάς να σου κρατούν χρυσά, 
μα κιόλας ξέχασες τι έγινε με τον Ηρώδη, 
για λίγα δώρα έσφαξε χίλια μωρά.

Κι αυτόν που τόσα αγαθά έφερε στους ανθρώπους , 
και μόνο δίδασκε παντού να κάνουν το καλό, 
μίλησε, φώναξε, γύρισε τόσους τόπους, 
σαν να ‘τανε φονιάς τον κάρφωσαν σ’ ένα σταυρό.

Άκου κυρά Ζωή καλά τι θα σου πω, 
την μοίρα μου εγώ μόνος θε να ορίζω, 
και εντολές δεν δέχομαι πώς να φερθώ, 
τα λόγια μου σαν σου μιλώ πολύ ζυγίζω. 

Ποτέ δεν σκιάχτηκα κι από κανένα, 
όχι γιατί ήμουν δυνατός πολύ, 
στήριγμα δεν έψαχνα στον καθένα, 
να ομολογήσει πως θα ζήσω για πολύ. 

Δεν ονειρεύτηκα ζωή στης γης τα βάθη, 
ούτε βασίλεια ζήταγα στον ουρανό ψηλά, 
αγάπησα πολύ τ’ ανθρώπινά μου πάθη, 
κι ας με οδηγούν στα έγκατα και στην φωτιά.

Να μεγαλώσω αρκετά ίσως δεν πρόκαμα, 
κι αν θες μ’ αρέσει που παιδί ακόμη νοιώθω, 
γι αυτό και την αγάπη δεν πετώ σαν να ‘ναι απόκομμα, 
σαν σκάρτο απομεινάρι από έναν πόθο.

Τράβα Ζωή στον άχαρο τον δρόμο σου, 
και μην ζητάς να ορίζεις τον δικό μου, 
έτσι κι αλλιώς μόνη θα μείνεις κάποτε στον πόνο σου, 
σαν έρθει η ώρα και σηκώσω τ’ άλμπουρό μου. 

Σαν έρθει εκείνη η ώρα σου ζητώ μια χάρη, 
βάλε στην χούφτα μου δυο τάλιρα να έχω, 
τον κόπο να πληρώσω στον περαματάρη, 
να ντροπιαστώ την ώρα την στερνή δεν το αντέχω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου