Μια νεραντζιά χλωρή μικρούλα,
θλιμμένη στέκει απέναντί μου.
Γιατί λυπάσαι τόσοδούλα;
Ποιοι σε πικράναν όμορφή μου.
Το ξέρω ζέστανε ο καιρός,
νεράκι θέλει η ριζούλα.
Εγώ είμαι εδώ φίλος καλός,
για να σου γιάνω την πληγούλα.
Μονάχη σου δεν θα σ’ αφήσω,
και στο εξής θα σε φροντίζω.
Δίπλα σου πια κι’ εγώ θα ζήσω,
νεράκι δροσερό θα σε ποτίζω.
Μα πες μου εμέ το βάσανό σου,
και τι ‘ναι που σε βασανίζει.
Ποιος είν’ που θέλει το κακό σου,
και τα κλαδάκια σου ραγίζει.
Κανείς ποια δεν με αποζητά,
στολίδι νάμαι στην αυλή του.
Τ’ ανθάκια μου τα ευωδιαστά,
να ξελογιάζουν την ψυχή του.
Κι αυτούς τους όμορφους καρπούς,
δεν θέλουνε να τους μαζεύουν.
Τους βλέπω χάμω σκορπιστούς,
θέλουνε λες να με παιδεύουν.
Φοβάμαι θα με παρατήσουν,
μόνη μου εδώ να ξεραθώ.
Και στην φωτιά θα με αφήσουν,
κούτσουρο πια για να καώ.
Όχι καλή μου νεραντζούλα,
ποτέ αυτό δεν θα συμβεί.
Δίπλα σου θα ‘μαι ‘γω βροχούλα,
να σε κρατάω ζωντανή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου