Τα πάντα ο άνθρωπος... Φαιδρα Καψωμενακη.

Για τα πάντα ο άνθρωπος...
Η μικρή μας ανθρώπινη ιστορία θα το επιβεβαιώσει...
Παραμονές της Ανάστασης και βρισκόμαστε σε ένα μικρό
πανέμορφο νησάκι με λιγοστούς κατοίκους στο Αιγαίο..

Στο τέλος μια ηλιόλουστης ημέρας και με φόντο το γαλάζιο του
πελάγου, στο μικρό κατάλευκο σπιτάκι με την λουλουδιασμένη
αυλή και τα μπλέ παντζούρια το Ανεζιώ βρίσκεται σε αγωνία
και υπερένταση..

Πρέπει να τελειώσει τις προετοιμασίες γρήγορα και να μη
ξεχάσει τίποτα, μα τίποτα...
Το Ανεζιώ μας μια υπέροχη νησιώτισσα καλοκάγαθη, ευγενική,
δοτική, με τον γλυκό λόγο πάντα στα χείλη...
Πέντε η ώρα πρωΐ πρωΐ το καράβι της γραμμής μια φορά
την εβδομάδα πιάνει λιμάνι στον απάγγιο όρμο του νησιού..

Όλη την εβδομάδα το Ανεζιώ ζούσε για τούτη την μέρα,
τούτη την ώρα.. Τέσσερις φορές το χρόνο, εδώ και
πενήντα χρόνια θα κάνει το δρομολόγιο ως τον Πειραιά
Τέσσερις μέρες ευτυχίας αρκετές για να ζήσει τις υπόλοιπες
μέρες χωρίς άσχημες σκέψεις χωρίς πίκρα, χωρίς θλίψη....

Χριστούγεννα, Πάσχα, της Παναγίας και μια ημερομηνία
ακόμη που σημάδεψε την ζωή της...
Μια γενέθλια ημέρα, το μυστικό της ευτυχίας της...
Η νύκτα κύλισε αργά, βασανιστικά δεν κοιμήθηκε σχεδόν
καθόλου φοβούμενη μήπως δεν ακούσει το ξυπνητήρι..

Τέσσερις η ώρα, γρήγορα γρήγορα ντύθηκε με ένα πανέμορφο
απλό φόρεμα, έπιασε τα μαλλιά της με δύο κοκκάλινες χτένες,
έβαλε λίγη νιβέα στο πρόσωπο, χρόνια ήταν το μόνο της
καλλυντικό, λίγη κολώνια γαλλική, χρόνια την φύλαγε στο
κομοδίνο για τις μέρες του ταξιδιού, έριξε μια τελευταία ματιά
γύρω και βγήκε έξω όπου την περίμενε ο κυρ Παντελής,
ο γείτονας που πενήντα χρόνια τέσσερις φορές τον χρόνο
την έφερνε στο λιμάνι...

Έλα βρε Ανεζιώ τι κουβαλάς κάθε φορά, μου πέφτουν τα
χέρια και αυτή η καταραμένη μου μέση άρχισε να
διαμαρτύρεται... Έλα Παντελή γρήγορα, άσε τη κουβέντα,
αν χάσω το καράβι να ξέρεις πρέπει να φύγεις απ το νησί..

Ο Παντελής δεν μίλησε άλλο, παρατηρούσε μόνο αυτήν
την γλυκιά γυναίκα που ο χρόνος πρόσθεσε πάνω της
μόνο ρυτίδες... τίποτε άλλο Σεβάστηκε το πανέμορφο
πρόσωπο της, τα καταγάλανα ματιά της που άλλαζαν χρώμα
στις ακτίδες του ήλιου..

Το Ανεζιώ ήταν ένα πανέμορφο κοριτσόπουλο όταν στα
δέκα πέντε της χρόνια οι δικοί της την έστειλαν στην πόλη
να μπει υπηρέτρια για να βοηθήσει λίγο την μεγάλη της
οικογένεια και να μάθει μια τέχνη...

Ααααα ήταν μια μοδίστρα που τα χέρια της έβγαζαν υπέροχες
δημιουργίες... Έραβε όλο το χωριό με μοντέλα που θα ζήλευαν
οίκοι ραπτικής... Μυστήριο γιατί γύρισε στο χωριό τρία χρόνια
αφού είχε φύγει.. Τίποτα δεν είχε μάθει κανείς, μόνο στα
υπέροχα ματιά της κάποιος μπορούσε να διαβάσει μια
μελαγχολία, μα πόσο όμορφη ήταν αυτή η μελαγχολία
σκέφτηκε ο Παντελής...

Την αγαπούσε ο Παντελής, χρόνια την είχε στο νου μα
ποτέ δεν τόλμησε να της το φανερώσει...
Της έγραφε στιχάκια μόνο, κάθε στιχάκι μιλούσε για τα
μάτια της και τα αφίλητα καλογραμμένα της χείλη..
Τα έσκιζε με τρόμο και έπιανε πάλι το μολύβι..
Και τώρα ακόμη στα εξήντα οκτώ της χρόνια την σκεφτόταν
ατελείωτες βραδιές μα δεν της το φανέρωσε ποτέ...
Το Ανεζιώ ήταν ολάκερη μια γοητευτική αυστηρότητα...

Στο ταξίδι ούτε που κατάλαβε ποτέ πέρασε η ώρα..
Αργά το απόγευμα έφθασε στο πολύβουο λιμάνι του Πειραιά
Ένα ταξί την έφερε στην είσοδο του επιβλητικού κτιρίου,
άφησε τα... καλούδια στον θυρωρό, και τι δεν είχε φέρει μαζί της
Χυλοπίτες, τραχανά άπειρα κουτιά μέλι και μαρμελάδες,
χιώτικη μαστίχα ότι μπορείς να φανταστείς από λιχουδιά και από
δύο φορέματα για τις τέσσερις κοπελιές του Πάνου της..

Στο κτίριο την γνώριζαν όλοι, η νονά του καπετάν Πάνου...
Ενας πασίγνωστος εφοπλιστής, ένας καταπληκτικός άνθρωπος
ιδιοκτήτης της εταιρίας δίκαιος μα αυστηρός..
Απορούσαν τι δεσμός ενώνει αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο
με μια τόσο απλή ηλικιωμένη γυναίκα..

Η Ανεζιώ ανέβηκε τις σκάλες σαν έφηβη, πάντα φοβόταν
το ασανσέρ, έφθασε στον προθάλαμο των γραφείων
του Πάνου και πήγε να καθίσει περιμένοντας τον...
Η καρδιά της κτυπούσε περίεργα αλλόκοτα ανυπόμονα..

Σκέψεις πλημμύρισαν τον νου, δύο δάκρυα κύλισαν
βιαστικά, μα τότε άκουσε την φωνή της κοπέλας και
γρήγορα τα εξαφάνισε με την παλάμη της
Κυρία Ανεζιώ έχει σύσκεψη ο κος Πάνος
αλλά μας εχει δώσει εντολή να τον ειδοποιήσουμε σαν φθάσετε
Θα περιμένω όσο χρειασθεί κορίτσι μου, είμαι μια χαρά...
Δεν χρειάστηκε να περιμένει σχεδόν καθόλου, ο Πάνος της,
με μια τεράστια αγκαλιά ανοιγμένη ερχόταν κοντά της
Άπλωσε τα χέρια της τον κράτησε σφιχτά σαν να φοβόταν ότι
κάποιος θα της τον πάρει, τώρα ήξερε τι όνομα είχε η ευτυχία...

Έλα νονά μου, νονά μου αγαπημένη να ήξερες πως σε περίμενα,
πόση χαρά έχω, σε λίγο θα φύγουμε σε περιμένουν σπίτι...
Αχ γιατί δεν έρχεσαι να μείνεις κοντά μας γιατί;;;;
Κάθε φορά που την έβλεπε η ίδια παράκληση...
Και κείνη του απαντούσε πως το νησί δεν θα το άφηνε ποτέ...
Ήταν ένα μεγάλο ψέμα... Ενας θεός ήξερε πόσο λαχταρούσε
να είναι κοντά του, κοντά τους...

Όμως η ζωή δεν έχει πάντα αλήθειες, τα ψέματα προστατεύουν
η επιβάλλονται πολλές φορές.. Πέρασε τις επόμενες ώρες,
ευτυχισμένες ώρες, ζούσε για αυτές μα κατά ένα περίεργο τρόπο
το ένιωθε πως και ο Πάνος έτσι αισθανόταν...

Στο καράβι της επιστροφής η Ανεζιώ μόνη με τις σκέψεις της
ατενίζει το γαλάζιο του ουρανού και το μπλέ της θάλασσας,
τυλιγμένη στα μελαγχολικά χρώματα της επιστροφής της...
Ειναι ευτυχισμένη, της είναι αρκετό αυτό που έζησε, αυτό που
θα ζει όσο ο Θεός και οι δυνάμεις της το επιτρέπουν...
Αυτό που της επέτρεψε το χάσμα των τάξεων όταν αυτή
η πανέμορφη νησιωτοπούλα αγάπησε το γιο των" αφεντικών "
και ο Πάνος ήταν η κορύφωση αυτής της αγάπης...

Να γίνει η νονά του, να αποσυρθεί από την ζωή του και να
τον βλέπει τέσσερις φορές τον χρόνο....
Ναι είναι ευτυχισμένη... Της είναι αρκετό...
Δεν ένιωσε στιγμή πίκρας για την ζωή..
Η ζωή δεν είναι σκληρή...Οι άνθρωποι είναι....

Ο Παντελής την περίμενε, την ένιωθε ευτυχισμένη και αυτό
του ήταν αρκετό Από αύριο η καθημερινότητα θα μπει πάλι
στην ζωή τους.. Εκείνος θα γράφει στιχάκια, θα είναι πάντα εκεί
για να την προστατεύει και η Ανεζιώ θα μετρά τις μέρες που
το καράβι της γραμμής στης Παναγιάς την γιορτή θα την φέρει
πάλι κοντά, έστω για λίγες ώρες σε ότι την κρατά στην ζωή.....
στην ζωή της.....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου