Ήταν Μάιος ξημέρωμα Κυριακής. Καθώς έμπαινα στο σπίτι μου,
στο απέναντι πεζοδρόμιο σε ένα χάλασμα της μάντρας είδα έναν
αδυνατισμένο σκύλο να με κοιτάζει επίμονα.
Ήταν ένας αλητάκος του δρόμου, χρώμα καφέ με μαύρο που από
την λάσπη και την πίσσα έχει γίνει λίγο γκρίζος.
Τον κοίταξα και αμέσως μου γρύλισε σαν να με χαιρετούσε.
Τον χαιρέτησα και εγώ κλείνοντας του το μάτι και και αυτός μου
κούνησε την ουρά και μου γάβγισε σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά.
Μπήκα σπίτι βιαστικά γιατί είχα βγει από νωρίς και πεινούσα σαν
λύκος, έβαλα στα γρήγορα κάτι να φάω και να ξαπλώσω.
Εκεί που έτρωγα, στο μυαλό μου ήρθε αυτός ο αλητάκος που
λίγο πριν είχα συναντήσει.
Θα είναι νηστικός σκέφτηκα, γύρευε από πότε έχει να φάει.
Άνοιξα το ψυγείο, πήρα ότι βρήκα πιο εύκολα και κατέβηκα κάτω
να του τα δώσω.
Τον βρήκα εκεί όρθιο να με περιμένει, λες και ήξερε ότι θα πάω.
Ακούμπησα το χαρτί με ότι είχα μαζέψει μπροστά του και άρχισε
με λαιμαργία να τρώει.
Δεν περίμενα να σηκώσει το κεφάλι του μέχρι να τα φάει όλα.
Ήταν πολύ πεινασμένος και το έδειχνε.
Μετά από τρεις χαψιές σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε.
Με ευχαρίστησε κάνοντας κάτι σαν μουρμούρισμα και συνέχισε
να τρώει έως να τελειώσει και το τελευταίο κομμάτι.
Μόνον τα πρωινά τον έβρισκα εκεί, όλες τις άλλες ώρες κάπου
γύριζε. Αλητάκος ήταν είχε και αυτός τις δικές του παρέες
και τα δικά του γούστα, έπρεπε να φροντίσει να φάει και κάτι.
Ένα πρωί όπως πήγα να περάσω τον δρόμο για να του πάω το
φαΐ του, άρχισε να γαβγίζει δυνατά, σταμάτησα και ένα αμάξι
πέρασε από μπροστά μου με ταχύτητα, για λίγο θα με χτυπούσε.
Από την στιγμή αυτή ένιωσα ότι είχα αποκτήσει έναν καλό φίλο,
τον πλησίασα τον αγκάλιασα και τον φίλησα ανάμεσα στα μάτια.
Του έδωσα το όνομα Νταρτανιάν, που το συγκράτησε αμέσως.
Όταν γυρνώντας σπίτι έπαιρνα κάτι να φάω, ποτέ δεν ξεχνούσα
τον φίλο μου τον Νταρτανιάν που με περίμενε για το πρωινό του.
Εγώ καθόμουν δίπλα σε μια πέτρα και του έκανα παρέα.
Κάθε πρωί ήταν εκεί, σπάνια να μην τον βρω.
Όταν έλειπε νευρίαζα λίγο για να είμαι ειλικρινής άλλα τον
καταλάβαινα, αλλιώς τι φίλος θα ήμουνα.
Θα είχε ξεχαστεί με καμία κυρία του δρόμου που του άρεσε,
σκεφτόμουν ή θα είχε μπλέξει σε κανέναν καβγά.
Δίπλωνα το φάει του και το άφηνα σε μια άκρη, ήξερα πως όταν
έρθει θα το βρει και θα το ανοίξει, ήταν έξυπνος ο Νταρτανιάν.
Καμιά φορά αργούσα εγώ να έρθω, αυτός με περίμενε όλο νεύρα
και από μακριά μου γάβγιζε αγριεμένος.
Πλησίαζα χωρίς να του πω κουβέντα, άφηνα το φαΐ μπροστά του
και έφευγα, ενώ αυτός συνέχιζε να γαβγίζει αδιαφορώντας
για το γεύμα του.
Μετά από λίγο έτρωγε και έφευγε, σίγουρα με καταλάβαινε,
αλλιώς τι φίλος θα ήτανε.
Ένα πρωί του Αυγούστου έγινε κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Εκεί που τα λέγαμε με τον φιλαράκο μου πέρασε ένας τύπος
που κρατούσε έναν σκύλο τρεις φορές μεγαλύτερο
από τον Νταρτανιάν.
Ένα καλοθρεμμένο Ντόμπερμαν ήταν,που στα ξαφνικά στράφηκε
προς το μέρος μου και άρχισε να μου επιτίθεται αγριεμένο.
Ο Νταρτανιάν έτρεξε και μπήκε στην μέση να με προστατέψει.
Φοβήθηκα πολύ, με ένα δάγκωμα το Ντόπερμαν
θα του έκανε μεγάλο κακό.
Έτρεξα τον πήρα αγκαλιά και τον απομάκρυνα, τον άφησα κάτω
μόνον όταν ο τύπος με το Ντόπερμαν απομακρύνθηκαν.
Γιατί το έκανες αυτό ρε Νταρτανιάν τον ρώτησα, ενώ αυτός
με κοιτούσε στα μάτια με απάθεια.
Ένας γείτονας από δίπλα που άκουγε την φασαρία και κοιτούσε,
δεν βρήκε κάτι άλλο να μου πει, παρά να μου κάνει παρατήρηση
για το όνομα του Νταρτανιάν.
Μεγάλο όνομα για σκύλο αυτό μου λέει.
Τον κοίταξα καλά καλά και συμφώνησα μαζί του, για σκύλο του
λέω ναι, αλλά αυτός είναι ο φίλος μου ο Νταρτανιάν.
Έτσι πέρασε όλο καλοκαίρι με τον Νταρτανιάν.
Είχε αρχίσει το φθινόπωρο όταν ένα πρωί τον είδα με άλλους
τρεις αλητάκους να με περιμένει.
Είχε αποφασίσει να φύγει για μακριά και για πάντα.
Δεν ξέρω για που αλλά το κατάλαβα αμέσως, απλά ήθελε να με
χαιρετίσει και με κάποιο τρόπο τους καθυστερούσε μέχρι να πάω.
Με κοίταζε θλιμμένα στα μάτια. Εγώ τον κοιτούσα ανέκφραστος.
Λίγο μετά γύρισε και πήρε την ανηφόρα μαζί με τους φίλους του.
Μερικά μέτρα πιο πάνω σταμάτησε γύρισε και με ξανακοίταξε,
ενώ οι φίλοι του περπατούσαν.
Είμαι σίγουρος ότι αν του φώναζα θα άφηνε την παρέα του και
θα γυρνούσε πίσω, αλλά δεν ήθελα να του χαλάσω τα σχέδια.
Κούνησα λίγο το χέρι μου αδιάφορα για να πιστέψει πως
ήθελα να φύγει. Γύρισε προς την παρέα του και μόλις την
έφτασε σταμάτησε ξανά.
Αυτήν την φορά μπήκα γρήγορα στην είσοδο της πολυκατοικίας
ώστε να μη με βλέπει.
Όταν ανέβηκα στον τρίτο, τον είδα από το μπαλκόνι να στρίβει
στην γωνία με τους φίλους του.
Από τότε δεν τον ξαναείδα ποτέ, ούτε ξέρω τι απέγινε.
Περάσανε πολλά χρόνια, γνώρισα αρκετούς ανθρώπους,
κανένας όμως δεν είχε την μαγκιά, το φιλότιμο, την ανοχή,
την αγάπη και τον ηρωισμό του Νταρτανιάν.
Κάτι που από χρόνια με κάνει να αισθάνομαι διαφορετικός από
τους άλλους. Οχι καλύτερο, άπλα διαφορετικό.
Ίσως είναι τα πρότυπα που ο καθένας μας έχει.
Εγώ έχω ως πρότυπο μου, έναν σκύλο.......
Τον παλιό, καλό μου φίλο, τον Νταρτανιάν!!!!!!!!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου