Στο τετράγωνο του παράθυρου, στο παλιό σπίτι
που έβλεπε στη θάλασσα...
Που ξορκίζουμε με γέλια την μπόρα
''που πλημμύρισε τη θάλασσα'' είπα εγώ
που ''μπόρα είναι θα περάσει'' είπες εσύ
που ο αέρας παρασέρνει την ξαπλώστρα σου,
τα γυαλάκια που φόραγες να διαβάζεις, την πετσέτα σου
που κόπασε η μπόρα
που η σιωπή επέστρεψε στο σπίτι μαζί με τον ήλιο
που κόπηκε το ρεύμα
Ένα βράδυ που μετράγαμε αστέρια
Που καθόμαστε στα σκαλιά με το φανελάκι εσύ
που τα χέρια σου μου φάνηκαν θεόρατα
που οι παλάμες σου, όπως μου κράτησες το χέρι,
τις ένιωσα αδρές
που έριξες στην πλάτη μου το κίτρινο φούτερ
Πρωινός ήλιος ανοιξιάτικος στην κουζίνα
Που ''θα φτιάξουμε τηγανίτες'' είπες εσύ
που απόρησα
που η κόκκινη κουτάλα ακούμπησε στο τηγάνι
και τσιτσίριξε το λάδι
που ο καρπός σου έκανε την τέλεια κλίση
σαν σεφ
που ήταν πεντανόστιμες
Που στις εννιά έφυγες
που η κόκκινη κουτάλα έμεινε στον νεροχύτη
''να μουλιάσει'' είπε η μάνα
Που έφυγες κι ό τι απόμεινε από σένα φθίνει
και το νερό το απομακρύνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου