Η Μνημοσύνη... Αμαλία Τραβασάρου.

Της Μνημοσύνης τον καημό
πάρε ταξιδέψέ τον,
φτάσε τον σε μακρύ γιαλό
και κείθε άφησέ τον…
Να αγναντεύει θάλασσες
και κύμα αφρισμένο,
να λέει στα γλαρόπουλα
πως πάντα περιμένω…

Να έρθει εκείνη η αυγή,
απ’ τον Θεό σταλμένη,
να ξανασάνουν οι ψυχές
και οι αποθαμένοι…
Να σηκωθούν αέρηδες,
να γίνουν τρικυμίες,
να καραβοτσακιστούν,
με μιας, όλες οι αμαρτίες…

Όλα τα πάθη τα παλιά
και όλες οι διχόνοιες
που δυναστεύουν τις καρδιές
και έχουν γίνει χρόνιες…
Και μας τραβάνε στα βαθειά
στης λησμονιάς τα πλάτη
και τριγυρνάμε ολομερής
με ρετσινιά στην πλάτη…

Η προδοσία σαν καρπός
στο δέντρο αναλήθειας
πρέπει να πέσει καταγής
στη θέα της αλήθειας…
Κι αδελφωμένα να σταθούν
το Χρέος κι η Περφάνεια,
καιρός δεν μας απόμεινε
να ζούμε στην ορφάνια…

Ας φύγουμε απ’ το Εγώ
κι ας πάμε στο Εμείς,
είναι μακρύς ο δρόμος μας,
μα ο μόνος ασφαλής…
Καραδοκούν τόσοι εχθροί,
ζητούν την ευκαιρία,
να μας στερήσουνε ξανά
Τιμή κι Ελευθερία…

Σε πόλεμο να σύρουνε,
να κάψουν, να ρημάξουν,
αφεντικά να γίνουνε
τη γη μας να μοιράσουν…
Τη θάλασσα και τα νησιά
θέλουνε να πατήσουν
τους Έλληνες υπόδουλους
και σκλάβους τους να ζήσουν…

Ποιος θα μπορέσει ν’ ανεχτεί
μια τέτοια αναλγησία,
να τη σηκώσει στη ψυχή,
αυτήν την απληστία!
Ο Τούρκος πάντα θα ζητά,
θα παίρνει ό,τι προλάβει
κι Εμείς θα λέμε, στο μετά,
πως φταιν οι εργολάβοι!!!

Οι Εργολάβοι της νυχτιάς
που καιροφυλαχτούνε
στα ξαφνικά, όπως παλιά ,
μπροστά μας να βρεθούνε…
Σουλάτσο κάνουνε ξανά
για τα συμφέροντά τους,
στη Κρήτη πίνουνε ρακί
μπράβο στην αφεντιά τους.

Κι εμείς εκεί... μία ζωή
στρώνουμε το χαλί τους,
σαν μας χτυπούν την πλάτη μας
πάντα για την βολή τους…
Μην και κατέβει το ξανθό
το γένος και μας σώσει
και βγουν οι προφητείες μας
κι η Πόλη ξεσαλώσει!!!

Κι ο Βασιλεύς σαν σηκωθεί
που έχει μαρμαρώσει,
να δούμε ποιος θα καυχηθεί
και ποιος θα μετανιώσει…
Μέχρι την ύστατη στιγμή,
που ο χρόνος μας θα φέρει,
καντήλι πάντα ακοίμητο
η Μνήμη θα προσφέρει…

Γιατί αν σβήσει αδέλφια μου
και φύγει απ’ το Νου μας,
θα γίνουμε ξεπούλημα
του κάθε λογισμού μας…
Δεν θα μας σώσει η Παναγιά,
ούτε η προσευχή μας,
στάχτη θα γίνει τ’ όνειρο
μαζί κι η προσμονή μας…

Πότε Δεξιά, πότε ζερβά,
γυρίζεις το κεφάλι
και με ρωτάς πούθε έρχεται
ετούτη μας η ζάλη…
Επιλογή δεν έχουμε
νυχτώσαμε και πάλι
σε μια νησίδα άραξε
το μαύρο μας το χάλι…

Με το Εγώ σαν πέσουμε
να αποκοιμηθούμε,
το πρωινό θε να μας βρει
τον μιναρέ να υμνούμε,
καθώς θα αρμενίζουνε
στη Σούδα, στο Αιγαίο
φρούδες ελπίδες, προπομποί
του Μάικ του Πομπέο…

...το σήριαλ συνεχίζεται...


.Αμαλία Τραβασάρου.

Ο Πεζός Λόγος μάς άφησε χρόνους!
Μας προσπέρασε βιαστικά και απομακρύνθηκε… Δεν είχε τίποτα
πλέον να μας πει μιας και ταυτίστηκε μαζί μας και με την
πεζότητα που ζούμε…
Μας έμεινε μόνο ο Ποιητικός Λόγος να κλαψουρίζει σε μια γωνιά
σαν τρίχρονο κακομαθημένο, παραπονιάρικο πιτσιρίκι…
σκουπίζοντας πότε πότε τα μάτια του και κοιτάζοντάς μας κλεφτά

με την άκρη της ματιάς του για να καταγράψει αντιδράσεις…

1 σχόλιο:

  1. Ευχαριστώ πολύ κύριε Χαραλαμπάκη και συγχαρητήρια για αυτή σας την ευγενική σκέψη και προσφορά! Καλή συνέχεια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή