"Η μαμά έφερε το Άγιο Φως και έκαψε όλη τη λαμπάδα μου,
η οποία, κατά τύχη, ήταν κέρινο κοκκινόασπρο στριφτάρι.
Οι γονείς έλαμπαν από ευτυχία. Με αγκάλιασαν και ο μπαμπάς
με πέταξε ψηλά και μ’ έπιασε στον αέρα.
– Περαστικά, αγγελούδι μου! είπε όταν με άφησε κάτω.
Η μαμά μού ψιθύρισε στ’ αυτί:
– Είσαι το φως των ματιών μου και ο Κύριος το Φως του κόσμου!
– Χριστός Ανέστη, μητέρα! ευχήθηκε στη γιαγιά.
– Αληθώς! απάντησε η γιαγιά με ανακούφιση,
καινούριο φως, καινούριοι δρόμοι… Οι γονείς αγκαλιάστηκαν και
τους καμάρωνα καθώς γυρνούσαν στον κήπο με τις αναμμένες
λαμπάδες τους, αφήνοντάς τες να καούν στα παρτέρια για Φως
Ιλαρό. Μετά πήγαν στο σπίτι τη θείας Χρύσας για μαγειρίτσα
και μοναδική τηγανιά από τα χεράκια της.
Εγώ με τη γιαγιά είπαμε «καληνύχτα» και κοιμηθήκαμε με το
Αναστάσιμο Φως στην καρδιά και στο καντηλάκι.
Η φλόγα του, τρεμοπαίζοντας μπροστά στην Κυρά των Αγγέλων,
γέμισε τους τοίχους σκιές που πάλλονταν σαν φτερουγίσματα.
Της στέγνωναν τα δάκρυα και την παρηγορούσαν γλυκά,
(Από το βιβλίο "Το δυσλεκτικό βραχιόλι του Μάρτη"
εκδόσεις Θερμαϊκός.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου