Η Σιμώνη Κοιμήθηκε Νωρίς... Κική Κωνσταντίνου.

Η μυρωδιά του ξεραμένου καφέ στο σεντόνι, μαρτυρούσε πως
ο βίαιος τσακωμός, δεν ήταν ένα ακόμη αποκύημα
της φαντασίας μου.
Ο έντονος πονοκέφαλος, με έκανε να πιστέψω πως κάποιος,
με είχε χτυπήσει με τσιμεντόλιθο. Προσπαθούσα να ανοίξω
τα μάτια μου, μα τα βλέφαρα, βαριά όσο άλλοτε,
αρνούνταν να με βοηθήσουν.
Έκανα να σηκωθώ και σπιθαμή προς σπιθαμή του κορμιού μου,
κάθε σάρκα και κάθε του οστό, πονούσε λες και είχα ζήσει την
μεγαλύτερη κτηνωδία της ζωής μου, μέσα σε ένα εργοστάσιο
γεμάτο μεταλλεύματα, που στόχο είχαν να συρρικνώσουν
τη ψυχή μου. Η ψυχή μου… Αχ, η ψυχή μου
Ποτισμένη στη λήθη, δηλητηριασμένη πόσιμη πηγή από
βάναυσες επιλογές και κυρίως, εξαρτημένη από λευκή ουσία
που την ονομάζω «αλάτι», επειδή με παραπέμπει σε ένα
παραμύθι που αγαπούσα σαν ήμουν παιδί..
«Σαν ήμουν παιδί, διάολε!»
Με δυσκολία σηκώθηκα από το κρεβάτι. Τα μελανιασμένα μου
πόδια, έσυραν το αποστεωμένο μου σώμα μέχρι την άκρη του
καναπέ που συναντά κανείς στο βομβαρδισμένο μου καθιστικό.
Ξάπλωσα εκεί. Πονούσα το ίδιο. Αποκοιμήθηκα.
Δεν ξέρω πόση ώρα είχε περάσει όταν κάποιες φωνές μου
έκοψαν στη μέση το όνειρο. Καιρό είχα να δω τόσο όμορφο
όνειρο. Υπέθεσα πως ήταν οι πιτσιρικάδες "της από πάνω".
Να δεις πως με έλεγε τις προάλλες; Κάπως με έλεγε στην
διαχειρίστρια αλλά δεν θυμάμαι τον χαρακτηρισμό…
Κρίμα, τέσσερις ώρες κλαίγοντας και μία «οκτάβα»,
μου πήρε για να το ξεπεράσω.
Στο όνειρό μου ήμουν ντυμένη νύφη αλλά πρόσεξε, μία νύφη
που επέπλεε σε έναν βυθό. Ήταν κάπως περίεργο. Αιωρούταν
η ψυχή μου κάτω από ένα γαλάζιο κρυστάλλινο νερό και το
σώμα μου, τέμνονταν πάνω από μία διάφανη πράσινη βλάστηση
ενώ τα ψάρια με διαπερνούσαν. Χρόνια είχα να αισθανθώ
τόσο καθαρή μέσα μου, να νιώθω, πως μέσα μου δεν κατοικεί
τίποτα παρά μόνο μία λευκή ζεστή χιονοστιβάδα.
Πάω στοίχημα, πως αν η ψυχή μας μπορούσε να ζωγραφίσει
την αγνότητα, θα έφτιαχνε τον πίνακα που οραματίστηκα μόλις.
Και καθώς περνούσε η ανθοδέσμη από μπροστά, σε αργό και
κυματιστό ρυθμό, οι φωνές των «μπούληδων» με διέκοψαν.
«Στο διάολο» Κι ούτε που πρόλαβα να δω αν είχε
τα αγαπημένα μου λουλούδια…
Είχα ανάγκη από καθαρό αέρα, από αναζωογονητικό οξυγόνο,
το κεφάλι και το σώμα συνέχιζαν να πονούν μα τώρα ένας
εσωτερικός μεγαλύτερος και ανοικοδόμητος πόνος, με έκανε
να αναζητήσω τη σωτηρία σε ένα πηγαίο, γάργαρο νερό.
Ούτε και ξέρω πως βρήκα την δύναμη. Έτρεξα στο μπάνιο
και από τον νιπτήρα γαντζώθηκα. Σαν το πιο βάναυσο
αρπακτικό, άνοιξα την βρύση και άρχισα με μανία να
μαστιγώνω, το ανελέητο πρόσωπό μου. Κλείνοντάς την,
με φόβο ύψωσα το ανάστημά μου για να δω εμένα,
να κείτομαι στα πλακάκια του μπάνιου, νεκρή…
«Σιμώνη» άκουσα την Λένα να φωνάζει χτυπώντας
με δύναμη την πόρτα.
«Σιμώνη» επέμεινε. «Σιμώνη σε παρακαλώ, ανησυχώ»
«Η μόνη μου φίλη, κανείς δεν θα της ανοίξει», σκέφτηκα
Και ξαφνικά, ομίχλη…

Κική Κωνσταντίνου

1 σχόλιο: