Ο καιρός περνάει, το μικρό αγόρι έχει μεγαλώσει αρκετά, το ίδιο
και τα προβλήματα της μεγάλης φαμίλιας του ή μάλλον τώρα τα
αντιλαμβάνεται καλύτερα εκείνο. Ο ντάντι του που ταλαιπωρείται
χρόνια απ’ το αγιάτρευτο πρόβλημα στο πόδι του υποφέρει κι
αδυνατεί να προσφέρει οτιδήποτε εκτός από ελάχιστες φορές.
Η Μάμμη του, η γυναίκα που του δίδαξε στην πράξη την έννοια
της ανιδιοτελούς αγάπης αγωνίζεται μονάχη να εξασφαλίσει τα
απαραίτητα της επιβίωσης στο σπιτικό τους κι όλα αυτά πονάνε
αφόρητα τη μικρή καρδούλα του.
Νοιώθει την ανάγκη να κάνει κάτι, να δώσει μερικές ανάσες
βοήθειας στην αγαπημένη του Μάμμη που βλέπει κι αισθάνεται
την πίεση της επιβίωσης να την πνίγει, να απελπίζεται πολλές
φορές. Έτσι πριν την προτελευταία τάξη του δημοτικού
αποφασίζει να διακόψει το σχολείο και να βρει μια οποιαδήποτε
δουλειά να βοηθήσει, όπως κι έκανε, παρά τις σφοδρές
αντιρρήσεις του παππού Ντον Μεσσιέ που πρόσφερε αρκετά απ
τα λιγοστά του έσοδα στο βωμό επιβίωσης της φαμίλιας,
αλλά και πάλι τα πράγματα ήταν δύσκολα μέχρι πολύ δύσκολα
κάποιες φορές...
‘’Ποιός μπορεί να τα βάλει με αυτό το θηρίο που λέγεται ζωή;’’
συλλογάται εκείνο μόνο κι όπως κάνει πάντα στα δύσκολα τρέχει
εκεί που ξέρει ότι υπάρχει κάποιος που θα το ακούσει και θα τους
βοηθήσει. Στέκει για λίγο όρθιο με σκυμμένο το κεφάλι ως
ένδειξη σεβασμού κι ύστερα γονατίζει στέλνοντας με θάρρος
τη ματιά του στην πάνω δεξιά γωνία του μικρού δωματίου,
όπου είναι το εικονοστάσι κι η εικόνα του Εσταυρωμένου,
Είναι το γνωστό πορτραίτο του Ιησού, με έναν κόκκινο χιτώνα,
να πέφτει απ’ τους ώμους προς την πλάτη και το ακάνθινο
στεφάνι να τον περιζώνει, στο ύψος του κροτάφου.
Μοιάζει φτιαγμένο από κορμί τριανταφυλλιάς και τα χοντρά του
αγκάθια σαν να είναι καρφωμένα, βυθισμένα ακόμη,
στο μέτωπό του. Βλέπει τις σταγόνες από το Άγιο Αίμα Του να
τρέχουν και στενοχωριέται, πολύ στενοχωριέται, νοιώθει μέσα
του σαν κάτι να το πλακώνει…
Θυμάται τις προάλλες που ήταν έξω στον κήπο και τράβηξε την
προσοχή του ένα τριαντάφυλλο… όταν πήγε να το κόψει όμως…
τσαααάκ! ένα αγκάθι απ’ το κορμί της το κάρφωσε στο μήλο
απ’ το μεσαίο δαχτυλάκι του και πόνεσε πολύ, εκεί που έτρεξε
μία μεγάλη σταγόνα γεμάτη αίμα, άλλη μία μετά και ακόμη μια…
Τώρα καταλαβαίνει πιο καλά, νοιώθει, έστω για λίγο, πόσο πολύ
πόνεσε Εκείνος…
‘’Μάλλον πρέπει να βιώσεις κάτι για να το κατανοήσεις’’,
συλλογιέται το μικρό αγόρι ενώ παρατηρεί το βλέμμα του
Ιησού που είναι τόσο λυπημένο. Μοιάζει απογοητευμένος σαν
να νοιώθει προδομένος από τους ανθρώπους αυτός ο Χριστούλης
και στενοχωριέται πάλι εκείνο, δεν αντέχει.
Όμως, ξαφνικά, νοιώθει να γεννιέται μέσα του μια έντονη
επιθυμία, αν και νοιώθει ιερά δεμένο με αυτή την εικόνα του
εσταυρωμένου, κάτω απ’ την οποία προσεύχεται πάντα.
Θέλει να πει στη Μάμμη του να πάρει και μια πιο μεγάλη
με την ανάσταση του Ιησού και να τη βάλει
στη μέση απ’ το εικονοστάσι
ΕΝΑ ΣΥΝΕΦΕΝΙΟ ΛΕΥΚΟΧΡΥΣΟ ΦΩΣ
Εκεί κι ελαφρώς πιο ψηλά που τη βλέπει με τα αιθερικά μάτια της
φαντασίας του σε λευκό κάδρο και μες σ’ εκείνη, μια
υπέρλαμπρη οντότητα με τα σημάδια του Ιησού…
Όταν ξαφνικά ένα απίστευτο λευκόχρυσο φως που άρχισε να
ξεχειλίζει απ την εικόνα της Ανάστασης και να απλώνει συνεχώς
τυλίγοντας το εικονοστάσι το συνεπαίρνει και νοιώθει να
χάνεται σε μια γλυκιά έκσταση δίχως να φοβάται.
Παραμένει ασάλευτο γονατιστό μες στην σιωπή να το κοιτάζει
έκθαμβο, ενώ μια ανείπωτη αίσθηση γαλήνης κι αγάπης
πλημυρίζει την καρδιά του κι ύστερα…
Νοιώθει κάτι που δεν είχε ξανανιώσει μια πρωτόγνωρη αίσθηση
χαράς, σαν χάδι από εκατομμύρια φτερά να πάλλονται ανάλαφρα
στο μικρό στέρνο του, δονείται σε άγνωστες συχνότητες όλο του
το είναι ενώ τα μάτια του να τρέχουν ανεξέλεγκτα…
Χαμένο στη απρόσμενη συνεφένια θέα του λευκόχρυσου φωτός
βιώνει γονατιστό την πρώτη του πνευματική εμπειρία κάτω απ
το εικονοστάσι ενώ άπλωσε η ματιά του πάνω σε Εκείνο χωρίς
να μπορεί να σκεφτεί οτιδήποτε…
Εκείνο που δεν είδε παρόμοιο ποτέ του, που δε βρίσκει λέξεις
να το περιγράψει, έμοιαζε σαν διάφανο καλάϊ. Παρατηρεί το
λευκόχρυσο φως χωρίς να το θαμπώνει, αν και πολύ πιο φωτεινό
ακόμη κι απ’ τον ήλιο του μεσημεριού που όσες φορές τον
κοίταξε κατάματα και θαμπώθηκε….
Μια πρωτόγνωρη εμπειρία που του άρεσε πολύ και τελείωσε
άδοξα κι άξαφνο μόλις πήγε να την ερμηνεύσει, όταν
προσπάθησε να καταλάβει τι έγινε και πώς, για να μπορεί να
την επαναλάβει έσβησε το φως προς μεγάλη του
απογοήτευσή χάθηκε μαζί κι η εικόνα της ανάστασης
του Ιησού που το συνεπήρε…...
Όμως η ιδέα να πει στη Μάμμη του να πάρουν μια ίδια εικόνα
έμεινε κι αναρωτιέται γονατιστό κάτω απ' το εικονοστάσι,
Χριστέ μου γιατί…
ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου