Έξω στ' ακρόθυρα του νου,
μια σκέψη πεταχτή
μου έπιασε κουβέντα...
Γοργόποδη αστραπή,
σαν χελιδόνι πρωτοπέταχτο,
μου σπάθισε τα νώτα,
αίφνης με σκέφτηκε
και χτύπησε την πόρτα...
Μου 'πε, κρυώνει μοναχή
και σκέπασμα των λόγων μου,
παρηγοριά κι υποταγή γυρεύει..
Ζητά να μπει σε μια γωνιά,
για λίγο στην ψυχή,
μονάχα μια σταλιά...
Της άνοιξα κι εκεί,
με λέξεις μαγειρεύει...
"Αύριο-το λόγο αρχινά
και πάντα βιαστική
τις λέξεις αναδεύει-
μου σφήνωσε ιδέα φαεινή-
- μου λέει- στην ψυχή
κι εκδρομή στο καταχείμωνο γυρεύει...
Πήρε τον δρόμο της καρδιάς
και ρίζωσε... αχ πόσο με παιδεύει!...
Λέω, να πάω στο βουνό,
στην ράχη του σαν άνεμος
ψηλά να σκαρφαλώσω
και λίγο γαλάζιο ουρανού
μες στην ψυχή να στρώσω...
Την χλόη, τα κλαδιά,
με τέρψη να χαϊδέψω,
λίγες κυράδες* του βοριά,
μπουκέτο να τις φτιάξω...
Γι' αυτές, δεν εξηγείται αλλιώς...
Την ώρα που τις έβαφε ο Θεός,
βουτούσε τα πινέλα του,
σε κάποιο δειλινό...
Μετά, στης αμμουδιάς
τα πόδια να ξαπλώσω...
Λίγη αλμύρα θάλασσας,
του παφλασμού τον ήχο
στο είναι μου ν' απλώσω...
Κι ύστερα, λέω, να καρτερώ,
ως το βαθύ το γέρμα,
του ήλιου το χάδι να χαρώ..."
Τί μπόλι είν' αυτό;
Μες στην ψυχή μου βόλι!
Της Άνοιξης γιορτή.
Ανθοί σε περιβόλι...
Στα μάτια με κοιτά...
Λες να 'ναι μεθυσμένη;
Όλα τα είπε βιαστικά,
μία ανάσα όλη,
σαν σε όραμα δοσμένη...
Μαζί μ' αυτήν κι εγώ παραδομένη...
Γλιστράει... φεύγει αθόρυβα,
αερικά πλασμένη...
Κι έμεινα μόνη στην εξώθυρα...
Κοιτώ τον ουρανό,
της καταχνιάς τον γκρίζο.
Τί κρίμα... συνέχεια βρέχει...
Λιλή Βασιλάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου