Στον Πατέρα Μου... Γιώργος Αναγνωστόπουλος.

Στον πατέρα μου, ο οποίος έφυγε πριν ακριβώς δεκατρία χρόνια.
Η ζωή του συνδέθηκε με ό,τι αγαπούσε, με τη γη.
Τη γη που μας θρέφει, που φύει καρπούς. Πιστός φίλος και
σύμμαχός του, με ήλιο και βροχή, η αγαπημένη του φλωρέτα.
ΜΥΣΤΙΚΗ ΑΝΑΚΩΧΗ
Το βήμα μέτρησε το ανάστημά του στη γη.
Το βάρος του απλώθηκε σαν βεντούζα πάνω στο χώμα.
Δύο ματιές αντάμωσαν φευγαλέα από τα διπλανά αναχώματα
των χωραφιών.
- Καλημέρα αδερφέ μου.
- Καλημέρα και σε σένα.
Οι αδελφικές καλημέρες πήραν κι έδωσαν.
Χωνεύτηκαν σαν σπόρος από ρύζι μέσα στο χώμα.
- Τα πουλιά μεγάλος μπελάς, τρώνε το βιός μας, τρώνε τις
καλημέρες μας.
Τα βλέμματα επέστρεψαν ξανά στα ποτισμένα χωράφια.
Ένας τενεκές ξεκίνησε το ρυθμικό του ταξίδι, σπάζοντας τη
μονοτονία της κάψας και του τζιτζικιού.
Τα τρομαγμένα πουλιά πέταξαν ψηλά στο γαλάζιο ουρανό κατά
σμήνη, αναζητώντας αλλού κάποιο σπαρμένο αφύλαχτο ιδρώτα.
Δύο σκιάχτρα επιστρατεύτηκαν, σαν ιχνηλάτες στο άπειρο,
στο κέντρο του χωραφιού, να περισώσουν τους κλεμμένους
σπόρους, τις κλεμμένες καλημέρες.
Να περισώσουν λίγο κόπο και κάμποσους σπόρους που δεν
πρόφτασαν ακόμη να δουν το Φθινόπωρο που έρχεται.
Το ψάθινο καπέλο έλουσε το ζαλισμένο κεφάλι με ιδρώτα,
χαράζοντας στο μέτωπο το βάρος του απομεσήμερου.
Δύο γουλιές νερό από το μισοτελειωμένο παγούρι
κοντοστάθηκαν στο λαιμό.
- Πιες, είπε ο άλλος. Τρέχοντας από το διπλανό χωράφι να του
προσφέρει το δικό του μπουκάλι, βγάζοντας το από την πλαστική
σακούλα που είχε δέσει στη ζώνη του.
- Είναι ακόμα νωρίς και ο ήλιος σήμερα καίει
πάνω στο χώμα σαν λάβα.
Μισό καρβέλι ψωμί και μια χούφτα ελιές μοιράστηκαν στα δύο.
- Το τυρί σώθηκε όπως τα βόλια στον πόλεμο, αυτή η σοδιά
πρέπει να πάει καλά, είναι η μόνη ελπίδα μας.
Ο ήχος του τενεκέ μονότονος, διαπεραστικός, που νόμιζες
πως ακουγόταν μέχρι το χωριό και η ώρα έμοιαζε σαν γριά που
έσερνε τα πόδια της για να πάει από το ένα χωράφι στο άλλο.
Τα χέρια, αποκαμωμένα πια, κρατώντας δυο ξύλα, επαναλάμβαναν
άτακτα τα χτυπήματα πάνω στη σκουριασμένη λαμαρίνα,
διώχνοντας τα πουλιά.
Ο ήλιος σιγά σιγά άρχισε να γέρνει στο πλάι, σαν εκκρεμές
κρεμασμένο στον τοίχο τ' ουρανού.
Τα σκιάχτρα επέστρεψαν και σήμερα, πενθώντας σιωπηλά
για τους λίγους σπόρους που χάθηκαν.
Μία μυστική ανακωχή στον αέρα έκλεισε τον κύκλο του πολέμου
ανάμεσα στο χθες και το αύριο μ’ ένα μειδίαμα ικανοποίησης.
Τα πουλιά ξαπόστασαν πάνω στα δέντρα, γιατί και αύριο πάλι
θα διεκδικήσουν το δικό τους μερίδιο στη ζωή,
το δικό τους μερτικό από τη σοδιά.
Ενώ οι δύο αγρότες πάνω στις παλιές τους φλωρέτες είχαν
πάρει ήδη το δρόμο του γυρισμού.

Αναγνωστόπουλος Γιώργος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου