Το νυφικό... Σοφία Τανακιδου.

Είχε μόλις κλείσει τα δεκαπέντε ο Στέλιος όταν η Αρετή του ανακοίνωσε ότι θα γίνει θείος. Την κοίταζε έκπληκτος και δεν ήξερε αν έπρεπε να χαρεί ή να κλάψει.
Η εγκυμοσύνη δεν ήταν ένα μυστικό που θα μπορούσαν να το κρύψουν μέσα στο μικρό τους δωμάτιο και να το κρατήσουν μόνο για αυτούς.
«Μην ανησυχείς Στέλιο, έχουμε κανονίσει τα πάντα, θα παντρευτούμε κρυφά με τον Ζαφείρη, στην Θεσσαλονίκη! Θα φύγει αύριο ο Ζαφείρης κι εγώ σε δύο μέρες θα πάω να τον βρω! Η φίλη μου, η Ανθή, μου έφτιαξε ένα υπέροχο νυφικό. Δεν μπορώ να σε πάρω στο γάμο, αλλά θα σε πάρω αύριο μαζί μου που θα πάω να προβάρω για τελευταία φορά το νυφικό. Να δεις πόσο μου πάει!! Είμαι πολύ ευτυχισμένη Στέλιο μου, και μην ανησυχείς, θα παντρευτούμε και σε δύο μέρες θα γυρίσουμε πίσω, θα μείνουμε στο σπίτι του Ζαφείρη, θα σε πάρω και σένα όπως σου υποσχέθηκα. Ο μπαμπάς του Ζαφείρη είπε πως μπορούμε να σε πάρουμε μαζί μας, είναι πολύ καλός άνθρωπος, θα δεις, όλα θα πάνε καλά Στέλιο! Και μην σε νοιάζει που θα μας αποκληρώσει η μαμά, θα δουλέψουμε. Ο μπαμπάς του Ζαφείρη έχει ένα καΐκι, θα το δουλεύετε μαζί με τον Ζαφείρη».
«Θα βοηθάω τον Ζαφείρη! Αλλά εγώ θέλω να γίνω μάγειρας».
«Εντάξει! Ό,τι θες θα γίνεις! Θα μαγειρεύεις για αρχή στον μπέμπη μας… Σε δύο μέρες η ζωή μας θα αλλάξει Στέλιο, ή μάλλον θα αρχίσουμε να έχουμε ζωή!» του υποσχέθηκε.
Έμειναν ώρες εκείνο το βράδυ συζητώντας τα όνειρα τους κι άργησαν το πρωί να ξυπνήσουν. Δεν τον ξύπνησε το φως του ήλιου όμως τον Στέλιο που φώτισε για άλλη μια φορά απλόχερα το δωμάτιο του αλλά η καμπάνα που χτυπούσε πένθιμα.
Ο Στέλιος είχε ξυπνήσει πρώτος κι είχε κατέβει στην κουζίνα όπου εκεί η μαγείρισσα που μόλις είχε φτάσει έλεγε στην μητέρα τους τα τραγικά νέα.
«Έπεσε το πρωινό αεροπλάνο που πετούσε για Θεσσαλονίκη, είχε 34 άτομα μέσα, οι περισσότεροι ήταν τουρίστες, αλλά είχε και δικά μας άτομα από το νησί κι απ’ το χωριό μας, ο Ζαφείρης του Ανέστη! Σκοτώθηκαν όλοι! Πάει το παλικαράκι, 22 χρονώ, αρχόντισσα μου! Παναγία μου, τι κακό ήταν αυτό για τον Ανέστη! Μόνος του το μεγάλωσε, δύο χρονώ ήταν ο Ζαφείρης όταν έμεινε χήρος! Κρίμα! Κρίμα!».
«Συμβαίνουν αυτά!» απάντησε ατάραχη η Γεωργία και γύρισε κι αντάμωσε το βλέμμα του Στέλιου που στεκόταν παγωμένος στην είσοδο της κουζίνας.
Δεν πρόφτασε να του μιλήσει και σαν να τον χτύπησε ξαφνικά κεραυνός άρχισε να τρέχει προς το δωμάτιο της Αρετής.
Άνοιξε δίχως να χτυπήσει την πόρτα κι όρμησε μέσα κλείνοντας πίσω του την πόρτα δυνατά. Η Αρετή ξύπνησε ταραγμένη από τον θόρυβο της πόρτας κι ανασηκώθηκε στο κρεβάτι.
«Τι έγινε Στέλιο; Με τρόμαξες! Τι ώρα είναι; Με παραπήρε ο ύπνος; Φωνάζει πάλι η μαμά; Πες της ότι ξύπνησα, κατεβαίνω!».
«Αρετή, θυμάσαι την μέρα που πέθανε ο μπαμπάς;».
«Και βέβαια την θυμάμαι! Γιατί ρωτάς;».
«Θυμάσαι που με αγκάλιασες σφιχτά και μου είπες να μην κλαίω γιατί θα θυμώσει η μαμά; Και να στρώσουμε τα κρεβάτια;».
«Ναι, με τις άσπρες πικέ κουβέρτες, όλα τα θυμάμαι, γίνεται να τα ξεχάσω;».
«Αρετή μου, μην κλάψεις, γιατί αν κλάψεις, εγώ δεν θα μπορώ να σε κρύψω και δε ξέρω αν μπορώ να σε αγκαλιάσω τόσο σφικτά όσο εσύ τότε».
«Τι έγινε Στέλιο;».
«Άκου...»
Ο Στέλιος άνοιξε το παράθυρο κι ο ήχος της πένθιμης καμπάνας όρμησε με βία μέσα στο δωμάτιο πριν καν προλάβει ο ήλιος να μπει.
«Ποιος πέθανε Στέλιο;».
«Η ζωή που ονειρευτήκαμε χτες, Αρετή μου!».
Την αγκάλιασε και την έσφιξε με δύναμη μέσα στα χέρια του την ίδια ώρα που η Γεωργία άνοιγε την πόρτα και ανακοίνωνε.
«Ο Θεός μας γλύτωσε από δαύτον! Έπεσε το αεροπλάνο και σκοτώθηκε, που τόλμησε να σηκώσει τα μάτια του στην κόρη μου!».
Μετά υπάρχει μια χρονική ανακολουθία σε αυτά που θυμάται ο Στέλιος για εκείνες τις στιγμές που ακολούθησαν.
Προσπαθούσε να σώσει την μάνα τους από τα χέρια της Αρετής, δεν κατάλαβε ποτέ, πότε χύμηξε πάνω της σαν άγριο ζώο και την δάγκωσε στο στόμα. Την δάγκωσε τόσο δυνατά που έφτυσε κομμάτι από τα χείλη της, που αιμορράγησαν στο λεπτό. Μα δεν της έφτανε αυτό, συνέχισε προσπαθώντας να της ανοίξει το στόμα που εκείνη από τον πόνο έκλεισε ερμητικά. Προσπαθούσε με τα δάχτυλα η Αρετή να ανοίξει δρόμο ανάμεσα στα χείλη της ουρλιάζοντας.
«Δε θα σου επιτρέψω ξανά να μιλήσεις, αυτήν την γλώσσα σου, θα την κομματιάσω στο ορκίζομαι» φώναζε η Αρετή.
Ο Στέλιος δεν είχε την δύναμη να τις χωρίσει καθώς πάλευαν ξαπλωμένες στο πάτωμα, ώσπου ήρθε η μαγείρισσα που άκουσε την φασαρία και τον βοήθησε να απομακρύνει την Γεωργία από τα χέρια της Αρετής κι αφού την κλείδωσαν στο δωμάτιο που για ώρα ούρλιαζε, ο Στέλιος έτρεξε, αν κι η μητέρα του του το απαγόρευσε, να φωνάξει τον οικογενειακό γιατρό τους. Κι οι τρεις μαζί κατόρθωσαν μετά από ώρα να κρατήσουν ακίνητη την Αρετή για να μπορέσει ο γιατρός να της κάνει μια ένεση για να ηρεμήσει.
Τις επόμενες μέρες η Αρετή ούτε έτρωγε, ούτε μιλούσε σε κανέναν, ούτε καν στον Στέλιο που δεν κουνήθηκε από δίπλα της, που την κράταγε στην αγκαλιά του αμίλητος, συμμετέχοντας βουβά στο δράμα της, ανίκανος να την βοηθήσει. Φοβόταν, φοβόταν πολύ για την Αρετή! Ήταν θέμα χρόνου να μάθει η μάνα τους για την εγκυμοσύνη της και δεν ήξερε πού να την κρύψει για να την γλυτώσει από την οργή της. Πόσο να την φυλάξει η αγκαλιά του, από αυτή την σκύλα που την μέρα της κηδείας του Ζαφείρη, ενώ όλο το χωριό ήταν σε γενικό πένθος, έβαλε το ραδιόφωνο στη διαπασών να παίζει τραγούδια του γλεντιού.
«Θέλω να πάω στην κηδεία Στέλιο» ήταν η πρώτη κουβέντα που ξεστόμισε η Αρετή τρεις μέρες μετά.
Δεν είχε βρεθεί πτώμα, το αεροπλάνο είχε πέσει στη θάλασσα, η κηδεία θα ήταν απλώς ένας τυπικός αποχαιρετισμός ενός νέου που ήρθε στον κόσμο από έρωτα κι έφυγε… από έρωτα!

Σοφία Τανακίδου 9/1/22
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα "Το νυφικό" που γράφω...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου