Με γέλασαν.
Ψέματα μου είπαν.
Εγώ τους πίστεψα.
Όταν γεννήθηκα
μου άναψαν το φανάρι πράσινο.
Δίστασα να περάσω
γρήγορα απέναντι.
Έτσι είναι η ζωή μου είπαν
Και μου χρωμάτισαν την καρδιά.
Κόκκινη την έκαναν.
Με φλόγες την τύλιξαν.
Κάτω από το δέρμα μου
ρυάκια σκόρπισαν με κόκκινο φως.
Προχώρα μου είπαν
πριν σβησει το φανάρι.
Εγώ τους πίστεψα.
Πέρασα απέναντι.
Άρχισα να ζωγραφίζω απουσίες.
Άρχισα να γευματιζω με καρχαρίες.
Σύρθηκα σε χορούς διαβόλων.
Έζησα.
Μάτωσα.
Πάλεψα.
Έχτισα μόνη μου
την φυλακή μου με αόρατα κάγκελα.
Το κλειδί
το άφησα στην πορτα.
Δεν μπορώ όμως να βγω.
Δεν θέλω να βγω.
Με παίρνει σβάρνα ο καιρός
κρατώντας στο χέρι ένα τσιγάρο
Αμαλία Κέντρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου