Μεγάλες, πολύ βαριές της μοναξιάς σου οι ώρες.
Η σιωπή, πιο βαριά απ' αυτά που αντικρίζεις
στον κόσμο τον ανάπηρο, στον κόσμο τον χαμένο .
Και την ψυχή που σου' μεινε, αυτή του την χαρίζεις.
Τρέχεις να φτιάξεις μια ζωή ήδη τελειωμένη.
Χαρίζοντάς της την πνοή, αυτή που απομένει
για να μην νιώθει πια κενή, μικρή, κομματιασμένη.
Τα μάτια σου τα χάρισες στον ισχυρό Θεό σου.
Να βλέπει τη κατάντια μας από τον ουρανό σου.
Είχες φωνή, την χάρισες, στον κόσμο να ουρλιάζει.
Κραυγές, λυγμούς στο πέρασμα του πόνου σαν σπαράζει.
Μια στάλα αίμα σου ' μεινε απ' τις πολλές πληγές σου.
Νότες της φόρεσες εφτά για να' χει μελωδία.
Έρωτα την ονόμασες δίνοντας την φωνή σου.
Τραγούδια να λέει πολλά σ' αυτή την κοινωνία.
Βρήκες ζητιάνο να πεινά, αγρίμι πληγωμένο .
Δώρο κάνεις την μνήμη σου σε γέλιο σκοτωμένο,
για να θυμάται το θεριό το αιματοβαμένο.
Σύρθηκες πάνω στην αυγή που σούρουπο θυμίζει
Ταγκό την χόρεψες καυτό στον ήλιο που γυρίζει.
Της χάρισες τα πόδια σου την γη να περπατήσει.
Κ' ένα φιλί, γλυκό πολύ, για να σ' αλησμονήσει.
Πήρες πινέλα και μπογιές εικόνες για να φτιάξεις.
Αυτές που δεν τις έζησες μέσα στ' απομεινάρια.
Φτιάχνεις καθρέφτη ουρανού, τα χέρια του χαρίζεις.
Για να ' χει να χαϊδεύει λες στο σώμα σου ντουβάρια.
Κοιτάζεις και την θάλασσα που έχει τρικυμία.
Ξεσκιζοντας τα στήθια σου μέσα στην αγωνία .
Και της χαρίζεις την καρδιά για να' χει ηρεμία.
Το μόνο που δεν χάρισες, που δεν μπορείς να κάψεις.
Είναι αυτή η πένα σου που έχεις για να γράψεις.
Αυτή που ζει με δανεικά, με ψίχουλα αγάπης.
Που αίμα κάνει την φωτιά της παγωμένης στάχτης.
Κάνεις πως ζεις και προχωράς φορώντας δεκανίκια.
Κλαίγοντας με χαμόγελο. Λειψός, απ' όλα τα άλλα.
Χωρίς καρδιά, ψυχή, φωνή, έρωτα και τραγούδι.
Αμαλία Κέντρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου