Φεγγάρι την πανσέληνο... Χρύσα Θυμιοπούλου.

Αγαπημένε μου, περπάτησα αμέτρητες αμμουδιές της Ιθάκης
για να προϋπαντήσω τον έρωτά μας κι ο ουρανός
στο σούρουπο της νύχτας, έσκυβε ταπεινά από πάνω μας
και νανούριζε την αγάπης μας, έτσι σιωπηλά,
σαν μια πορφυρορόδινη αιώρα, έχοντας για όνειρα
την ανέμη των μυστικών μου...
Κι όμως, κάθε αυγή, σαν άλλοτε σταυρωμένη ορχιδέα,
περίμενα τ' άστρο του ηλιοβασιλέματος να ρθεις στον φάρο
της αγάπης μου, που γεννήθηκε πολύ πριν σε γνωρίσω...
Σ' αγαπώ...
Από πάντα...
Και για πάντα...
Σαν ήμουν η πιο μικρή δεσποινίς της γειτονιάς,
με τα πλακόστρωτα σοκάκια και τις πετροστρωμένες
πλατειές του χωριού, κάθε τόσο, έπαιρνα της σιωπής μου
τον αργαλειό κι ύφαινα τους στίχους που είχαν
αποκρυπτογραφηθεί, στο λεύκωμα του έρωτα μου για σένα,
γράφοντας για πολλοστή φορά το όνομα σου..
Και η γιαγιά μου η Μαριώ, σαν μ' έβλεπε να κοκκινίζω
από ντροπή, διαβάζοντας αυτολεξεί, τις σκέψεις μου,
μου έδενε φιόγκο τις κορδέλες στα μαλλιά μου, ακουμπώντας
με νοσταλγικά στους ώμους, λέγοντάς μου,
<<σε καταλαβαίνω κόρη μου>> και εγώ χαμήλωνα
τα μάτια μου από φόβο, μήπως κι άκουγε την κραυγή
των συναισθημάτων, που ένιωθα για σένα..
Ένας κυοφορούμενος νόστος, που δεν είχε συχασμό
τα χρόνια εκείνα, τα χρόνια που σ' αγάπησα πολύ
πριν σε γνωρίσω, περνώντας φεγγάρι την πανσέληνο,
γερμένη στο παραθύρι..
Λίγο πριν ρυτιδιάσει ο χρόνος, ο άχρωμος χρόνος
τα χέρια της μοναξιάς μου, ήρθες και με φίλησες σαν
το μέλι που αγγίζει την γλώσσα των χειλιών, θυμάσαι;
Ήταν το πρώτο μας φιλί, σα να ήμασταν μια ολάκερη
ζωή μαζί, μα βέβαια και είμασταν, ζούσαμε νωχελικά
πίσω από το τζάμι της βροχής,
κοιτώντας ο ένας το κορμί του άλλου
και αγγίζαμε τη σιωπή των ματιών μας, αψηφώντας
μισόν αιώνα, ανέγγιχτου έρωτα, παρά μόνο εκείνη
τη στερνή φορά, μιας φθινοπωρινής άνοιξης,
που σάλεψε το πάθος μας και μας αγκάλιαζα άνευ όρου,
όλα τα λουλούδια της γης και μας κρατούσαν
συντροφιά τα μεθυσμένα πρωτοβρόχια του Σεπτέμβρη..
Ζαλισμένη από το μίσος μου για κείνη που έπλεξε
έτσι ξαφνικά τον ιστό της γύρω από την σκέψη σου,
ανέβαινα κάθε γιόμα του μεσημεριού, στον λόφο
του προφήτη Ηλία και σου άφηνα ένα ξεφτισμένο
ροδοπέταλο, για να σου θυμίζει πως πρόδωσες τον
έρωτά μου στον βούρκο της ανάσας της.
Και έτσι κάθε μελαγχολική άνοιξη, μετρούσα
τα βήματά μου πάνω στο ξεχαρβαλωμένο παρκέ της
μικρής κάμαρης, που σαν αποτεφρωμένη λάβα,
σιγοπύρωνε τα άσπονδα κορμιά σας, έχοντας για σεντόνια
της αμαρτίας, μια δαντελένια κουρτίνα που κάποτε,
ανέμιζε τα όνειρα μου, τον έρωτα σου για μένα κι έκρυβε
τις στιγμές μας, από τα μάτια των ερινύων..
Λίγη ζαχαρένια πούδρα στην δακρυσμένη μου καρδιά
και η ζωή ατένιζε μέσα μου στην οδό της ελπίδας,
με την μόνη ένχορδη συμφωνία,
ότι ο χρόνος πίσω θα σε φέρει..
Άνοιξα γρήγορα, γρήγορα την φιλτιτσένια ντουλάπα
και αγκάλιασα με μιας το χρονοντούλαπο της ξεχασμένης
αθωότητας, μήπως και στοιχειώσουν τα δάκρυα
της ψυχής μου. Έτσι γερασμένη που είμαι πια,
η αναπνοή μου εκπνέει τον θάνατο κι ο χρόνος
φλερτάρει το ζευγαράκι που κάθεται στο καπηλειό
της αγάπης, λίγα στενά πιο κάτω από την αυλή μου.
Άφησε με μόνο να ρθω μαζί σου, σ' αυτόν
τον τελευταίο γύρο κι ας κοιτώ σαν αιχμαλωστάλακτος*
χειμώνας, το προσωπείο μιας ξεχασμένης προδοσίας
που κάποτε, πάγωσε το χαμόγελο των ματιών μου.
Για άλλη μια φορά μετά από χρόνια, έμεινες ασάλευτος
να κοιτάς το νεκρό κορμί μου, σταυρώνοντας
με τρεμάμενο χέρι το πνεύμα του έρωτά μας..
Ίπταμαι στις πλαγιές του ουρανού και σαλεύω από
τα σμιλευμένα τότε χάδια σου, παρακαλώντας το άυλο,
να με γυρίσει σε κεινα τα ξέφωτα που ήμασταν
αγκαλιασμένοι, κοιτώντας τα σύννεφα, που μας έκαναν
καντάδα, νύχτες ολάκερες.
Και εσύ δίχως δεύτερη σκέψη, ποδοπατάς τον ερχομό μου,
για να σου χαρίσω το τελευταίο μου φιλί, δίπλα στο φιλί της..
Μη φοβάσαι, δεν θα γίνω η ερινύα στις νύχτες σου,
πλέον κείτομαι στα χώματα της αγάπης μας και μεθώ
με τις ένζωες αναμνήσεις μας.
Μη θαρρείς πως δεν κατάλαβα ποτέ το κρυφό σου λάθος,
απλά σε πόθησα πολύ πριν σε γνωρίσω...
Ποτέ δεν σου είπα τίποτα, γιατί ήθελα να 'σουν ευτυχισμένος.
Μόν' άσε με να σε κοιτάω από κει ψηλά και να ερωτεύομαι
ξανά και ξανά το πρώτο μας φιλί, σαν χτυπάει ο βοριάς
το σπασμένο τζάμι του χρόνου, που κλείνει μέσα του
την κάμαρα μας. Θα είμαι το άηχο κερί που θα σου
κρατάει συντροφιά στις μοναχικές σου στιγμές,
σαν εκείνη ξεπουλιέται λάθρα στους περαστικούς
εραστές της γειτονιάς..
Κάποτε, σαν καταλάβεις πως ο θάνατος σφάλισε
για πάντα την μορφή μου, έλα και ξεγύμνωσε
τον έρωτα μας, θα σε περιμένω..
Κι όταν το μαϊστράλι της άνοιξης, ηλιοκάψει το χώμα
που νότισε κάποτε η αγάπη μας, γείρε δίπλα μου και κλείσε
τα βλέφαρα σου, αυτό το μοναδικό δάκρυ σου, θα
με δροσίζει από τις καιόμενες πίκρες της κόλασης,
που δεν θα μπορώ να απλώσω τα χάδια μου, πάνω στην
ώχρα του γυρισμού σου..
Συ σπίλωσες...
Εγώ πέθανα...
Κι όταν η σκιά του κορμιού σου χαθεί στο χάραμα, άφησε μου
μια στάλα όνειρο, να μοιρολοΐσω την μοναξιά μου...

Χρύσα Θυμιοπούλου

Αιχμαλωστάλακτος* =
{αιχμάλωτος της στάλας ή αιχμάλωτη σταλαγματιά}

Λεξιοπλάστης:
Χρύσα Θυμιοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου