Η Βοσκοπούλα...

Σε μεγάλην εξορία , σ’ ένα λαγκάδι
Μιαν ταχινήν επήγα στο κουράδι
Σε δέντρη, σε λιβάδια, σε ποτάμια
Σε δροσερά και τρυφερά καλάμια .

Μέσα στα δέντρη εκείνα τ’ ανθισμένα
Που βόσκαν τα λαφάκια τα καημένα
Στη γή τη δροσερή τα χορταράκια ,
Που γλυκοκελαϊδούσαν τα πουλάκια,

Πανώρια λυγερή, πανώρια κόρη
Ωσάν καλή καρδιά, κι ωραία στη θώρη,
Έβλεπε κάποια πρόβατα δικά τση
Κι έλαμπε σαν τον ήλιο η ομορφιά τση .

Ξανθά’ σαν τα μαλλιά στη κεφαλή της ,
Καμάρι και στολίδι το κορμί της ,
Κι η φορεσιά που φόρει ήτον άσπρη ,
Και έλαμπε σαν τον ουρανό με τ’ άστρη .

Στρέφομαι και θωρώ την μέσ’ τα μάθια
Κι εράγην η καρδιά μου τρία κομμάθια ,
Γιατί έρωτες είχαν και εδοξεύγαν
Και να με σαϊτέψουν εγυρεύγαν .

Κι ως μ’ είδασιν οι έρωτες κοντά τους,
Με προθυμιάν απλώσαν τ’ άρματά τους ,
Και παίνουσι σαϊτες και βερτόνια ,
Για να μου δώσουν κρίση την αιώνια .

Και στην καρδιά μου η σαιτιά τως σώνει ,
Είπα και το κορμί μου δεν γλιτώνει ,
Το φώς μου και τα μάτια εθαμπωθήκα
Και σε καημόν αρίφνητον εμπήκα .

Ομπ΄ρος στη βρύση πέφτω λιγωμένος
Κι η κόρη εθάρρει κι είμ’ αποθαμένος .
Λέγει: «των αμματιών μου τα παιγνιδια
Εθανατώσαν το βοσκόν αιφνίδια ».

Έρχεται προς εμένα και γνωρίζει
Πως είμαι λιγωμένος κι αρχινίζει
Να παίρνει ωσάν καλή καρδιά αέρα 
Η πλουμιστή μου κι ‘άσπρη περιστέρα . 

Και παίρνειν κρυό νερό από τη βρύση
Κι έρχεται προς εμένα να το χύσει .
Ραίνει και λαντουρά το πρόσωπό μου
Λογιάζοντας πως να’ ναι γιατρικό μου .

Το πρόσωπό μου ξαναραίνει πάλι
Ογιά να με συφαίρει από τη ζάλη .
Με το νερόν εκείνον μου φανίσθη
Το πώς ο λογισμός μου εξεζαλίσθη .

Κι από τη γή εμάζωξε για μένα
Βότανα και λουλούδια μυρισμένα
Τα λούλουδα κι ανθοί μυρίζαν τόσα 
Νεκρόν από τον Άδη να εσηκώσα . 

Με πλήσια προθυμιάν κι οι’δυό κινούμε , 
Το σπήλιον εσπουδάζαμε να βρούμε .
Τα χέρια ενός τ’ αλλού μας εκρατούμαν ,
Πασίχαροι τη στράτα επροπατούμαν .

Τη στρλατα επορπατούμαν ¨ ς’ περβολάκι
Βρίσκω βαγιά και κόβγω ένα κλαδάκι .
Κάνω γοργό πιτήδειο δαχτυλίδι ,
Δίδω το αυτής κι ένα αυτείνη δίδει .

Με τα παιγνίδια επηαίναμε στη στράτα ,
Τα δέντρη ήτον λούλουδα γεμάτα .
Επέφτασιν οι αθοί κι επεριχούσα ,
Τα κάλλη της αφλεντρας μου επλουμούσα .
Έλαμπεν ουρανός κι άστρη γεμάτος
Κι ο άνεμος εφύσα ο δροσάτος ,
Όντε στο σπήλιο σώσαμεν αιφνίδια
Με γέλια με χαρές και με παιγνίδια .

Πιάνει ψωμί , τυρί , χλωρή μαλάκα ,
Κρυόν αρνίν οφτό απάνω ς’ πλάκα 
Απού’ χεν για τραπέζι κι ορδινιάζει , 

Και με σπουδή για δείπνο λογαριάζει .
Είχε και ξυδωτό κρασί δαμάκι
Σ’ ένα μικρό και πλουμιστό φλασκάκι ,
Και συγκερνά με κρύο νερό και πίνει ,

Κι απόκεις με καλεί και μένα δίνει .
Μα λέγω της : «εγώ κρασί δεν πίνω
Δεν τρώγω από το κριάς το κρύον εκείνο ,
Ά δεν θεληματέψει η ομορφιά σου

Να’ναι με το φιλίν το κάλεσμά σου».
Ως ήκουσε ήντα τσι’ πα, άφτει και σβήνει ,
Ωσάν το σφακολούλουδον εγίνη
Τα ρόδα τση επλυθήνασι και εφάνει ,

Ωσάν εις το σκοτίδι πυροφάνι .
Τα μάτια χαμηλώνει και μιλεί μου :
«Δεν ήτονε πρεπόν ούδε τιμή μου
Τέτοιας λογής αδιάντροπά να διάξω ,

Μα σένα πρέπει να καταδικάσω .
Εσύ ‘ χεις εξουσιά και πειέ και δός μου
Και θεληματικώς και στανικώς μου .
Και θέλω ά θές κι εσύ οσάν ορίζεις ,

Γιατί ποσώς δε σού ‘ φταισα , γνωρίζεις».
Έπιαμε μια και δυό συγκερασμένο
Ήτονε το πιοτό μας το καημένω
Με τα φιλιά στο δροσερόν αέρα

Και με το πιάσε ‘ νους τ’ αλλού τη χέρα .
Ο πρώτος λόγος όπου λέω στη κόρη :
«Πολλά ‘μαι κουρασμένος ‘ πό τα όρη
Κί ήθελα να μου έκανες τη χάρη

Να πήγαμε γοργός εις το κλινάρι».
Προθυμερνώς σιμώνουμε στη κλίνη ,
Θέτομαι αγκαλιασμένοι εγώ και εκείνη ,
Καιμε το παίξε, γέλασε, αρχινίζει

Όλη η ανατολή να κοκκινίζει .
Κι εις λίγην ώρα βλέπομεν τον ήλιο
Κι εξάπλωνε τς ακτίνες του στο σπήλιο’
Περιλαμπάς τον ήλιο χαιρετούμαι

Και πάμε τα κουράδια μας να βρούμε .
Και πάλε το βραδύ στον ίδιο τόπο
Εβρισκόμεσθεν με πιδέξιον τρόπο ,
Π’ άνθρωπος δεν μπορεί να το γνωρίσει
Ουδεποσώς να μας ομολογήσει .
Μα’ ρθεν εκείν’ η ώρα η πρικαμένη
Τον γέροντα τον κύρην τση ανιμένει ,
Και λέγει μου από σπέρας η κερά μου :
«Ταχιά βοσκέ να σε’ χα συντροφιά μου !
Τον κύρην μου ταχιά τον ανιμένω
Κι από το σπήλιο ουδεποσώς εβγαίνω .
Άμε και σύ στη μάντρα τη δική σου ,
Και μές το μήνα πάλε μου θυμήσου». 

Φτάνω θωρώ το σπήλιο αραχνιασμένο , 
Με βούρκα με πηλά αναμουρδωμένο .
Αλλιάς λογής με δέχτη το καημένο
Παρά που μου’ χες πρώτα μαθημένω .

Σ’ ενού βουνού κορφή , σ’ ένα χαράκι
Ξανοίγω και θωρώ ‘να γεροντάκι,
Κι έβλεπε κάποια πρόβατα ο καημένος ,
Αδύναμος και μαυροφορεμένος .

Σφυρίζω και φωνάζω, χαιρετώ τον ,
Και για τη βοσκοπούλα αναρωτώ τον .
Με φόβο και με τρόμο του δηγούμουν
Και τά δεν ήθελ’ άκουα κι εφουκρούμουν .
Γροικώ το γέρο ομπρός κι αναστενάζει ,
Το ριζικό, τη μοίρα του ατιμάζει ,
Και κλαίοντας μου λέγει : «η πεθυμιά σου

Απόθανε , δεν είναι πλιά κοντά σου .
Γι’ αυτείνη που ρωτάς , ήτον παιδί μου ,
Θάρρος μου του φτωχού κι απαντοχή μου ,
Μα ο Χάρος τηνε πήρε από μπρός μου ,
Και εθάμπωσε τα μάθια και το φώς μου

Καλή καρδιά ‘ τον πάντα και χαρά μου ,
Ανάπαψη πολλή στα γερατειά μου ,
Μα ο λογισμός απού’ χε πάσα βράδυ ,
Παράκαιρα την έβαλε στον Άδη .

Ολημερνίς κι οληνυκτίς να κλαίγη,
Χίλια κακά τση μοίρας τση να λέγει ,
Σαν το κερί ελίγαινε όνταν άφτει ,
Ώστε που διάβην είς τη γή κι εθάφτη ,

Ποτέ τη νύκταν δεν εθώριεν ύπνο,
Ούδ’ έτρωγε το γιόμα ούδε το δείπνο ,
Έδιωχνεν από μπρός της το κουράδι ,
Που το’ χε συντροφιά κι ήσαν ομάδι .

Πολλές φορές στον ύπνο τση εξιπάτο,
Μονάχη της εμίλιε κι εδηγάτο,
Κι ώρα, τη μια μεριά κι άλλη , να πιάσει ,
Έναν καλό βοσκό που’ χεν στα δάση .
Εξύπνουν τηνε τότε και έλεγα τση,

Ίντα πολλά βαρά ‘ν’ στα όνειρά τση ,
Κι ήντα’ ναι τα δηγάται και τα λέγει.
Και παραυτάς αρχίνιζε να κλαίγει :
Κύρη, μεγάλο άδικο μου κάνεις

Να με ξυπνάς και να μ’ αναθιβάνεις ,
Εις τη χαρά που βλέπω στ’ όνειρό μου,
Τον πολυαγαπημένο το βοσκό μου.
Τα νιάμερα τση ήταν οψές, υγιέ μου .

Την ώρα που ξεψύχα εμίλησέ μου ,
Παραγγελιά μ’ αφήκε : επά στα δάση ,
Ένας καλός βοσκός θέλει περάσει ,
Μελαχρινός , λιγνός , και γελασιάρης ,

Νέος και μαυρομάτης , διωματάρης .
Και θέλει σε ρωτήξει ογιά να μάθη
Για κείνην οπού απέθανε κι εχάθη .
Και να του πής πως είναι αποθαμένη

Μα δε του λησμονά ποτέ η καημένη .
Κι ας τηνε λυπηθεί κι ας τηνε κλάψει ,
Τα ρούχα του για λόγου τση να βάψει .
Την αφορμή του’ πε πως την εχάσε

Ωσάν είδεν ο μήνας κι επεράσε ,
Ζιμιό αλησμόνησέ την, την καημένη ,
Για κείνο εθανατώθη πρικαμένη .
Κι από τη σουσσουμιά σου εκείνος είσαι ,

Και κλαίγει σε η καρδιά μου και πονεί σε ,
Γιατ’ ήθελα παιδί μου να σε κάμω ,
Κι είχαμε μιλημένα και για γάμο ».
Έκλαιγεν η καρδιά μου και εθρηνάτο

Σαν άκουσα έτοιας λογής μαντάτο ,
Ουδ’ έβλεπα, ούδ’ άκουγα , ούδ’ εθώρουν,
Στα πόδια μου να στέκω δεν εμπόρουν .
Κι αρχίνισα τη μοίρα μου να βρίζω

Το ριζικό μου ν’ αναθεματίζω ,
Τον έρωτα το ψεύτη ν’ ατιμάζω
Και μπλιό για τη ζωή μου δε λογιάζω .
«Κύρη, γονή, να ζήσης , αφεντάκι ,
μη βαρεθείς τη στράτα καμποσάκι ,
να πάμε στο μνημούρι τσι κεράς μου ,
να κάμω το κοντέτο τση καρδιάς μου.

Σε σπήλιο σκοτεινό να κατοικήσω ,
Ποτέ παρηγοριά να μη γρικήσω ,
Μα πάντα μοναχός μου να γυρίζω ,
Ούδεν να δώ ούδε ν’ αναντρανίζω .
Δίχως γαμπά , ξεπόδυτος να πηαίνω

Σ’ τόπον αγκαθερό και χιονισμένο .
Να με θωρούν γυμνό και αναμαλλιάρη
Κι όλοι να με κρατούσι διακονιάρη .
Για σφάλμα και για πάθημα δικά μου

Έβαλα εις τον Άδη τη κερά μου !!!
Να’ χα τη φτάξει ζωντανή να μάθη
Την αρρωστιά και τα πολλά τα πάθη !
Τώρα θωρώ στ’ αλήθεια μ’ απαρνήθης

Στ’ αραχνιασμένο στρώμα που εκοιμήθης
Και δεν μπορώ ο φτωχός να σου μιλήσω
Να μου συντύχης και να σου μιλήσω .
Μάτια μ’, αφόντ’ εχάσατε το φώς σας
Πλιό λυγερή μηδέν ιδήτε ομπρός σας

Και ποια παρηγοριά μπορεί να σώσει
Αλάφρωση στση πόνος μου να δώσει ;
Φίλους και συγγενείς θέλω μισήσει
Δεν θέλω να σφαγώ μα θέλω ζήσει ,
Για να’ χω πόνος , πίκρες και λαχτάρες ,

Καθημερνώς καημούς και λιγωμάρες .
Μα θέ να ζιώ και θέ να παραδέρνω ,
Χίλιες φορές την ώρα ν’ αποθαίνω ,
Τα όρη τα χαράκια να με φάσι ,
Και να’ ναι η κατοικιά μου μές τα δάση .

Μέρα , νύκτα να κλαίω να θρηνούμαι ,
Τα πάθη μου στα όρη να δηγούμαι ,
Να κάμω τα θεριά να μ’ ακλουθούσι ,
Να κλαίουν μετα μένα , να πονούσι .
Παντούρα να μην παίξω ουδέ φιαμπόλι ,
‘ς λιβάδι να μην μπώ ούδ’ εις περβόλι

Τα πρόβατά μου μπλιό να μην αρμέξω
Μα να περνώ κακόν καιρό κι αδέξο.
Το προβατάκι τ’ άσπρο τ’ μπολιάρι ,
Οπού’ χα τση κεράς μου αμπολιάρει ,
Εκείνο μόνο να’ χω μετά μένα ,
Να πηαίνομαι τα δυό συντροφιασμένα ,
Να κλαίγει αυτό τ’ αρνί κι εγώ την κόρη ,
Να πορπατούμε στα βουνά , στα όρη ,
Στην αγκαλιά μου να τ’ αποκοιμίζω ,
Το ριζικό μου το κακό να βρίζω .
Κι οντε βροντά κι αστράφτει και χιονίζει ,
Κιανείς βοσκός στα όρη δεν γυρίζει ,
Τότες εγώ στα δάση και στα όρη ,
Να κλαίγω αυτείνη τη πανώρια κόρη .
Να μην εβγεί βοσκός απου το σπήλιο ,
Τα νέφη να σκεπάσουσι τον ήλιο ,
Και να ψυγούν τα χόρτα στο λιβάδι ,
Κι από τη μάντρα να μη βγεί κουράδι .
Ούδε πουλί στο δάσο μη πετάξει ,
Και την αυγή ο κράχτης μη φωνιάξει ,
Και το αδονάκι μπλιό μη κελαδήση ,

Κι αετός ας τυφλωθεί μη κυνηγήσει .
Τη νύχτα μη προβάλλει το φεγγάρι
Εις το γθαλό να μη βρεθεί μπλιό ψάρι ,
Κι ας αποφρύξουν βρύσες και ποτάμια ,
Κι ας ξεραθούν τα τρυφερά καλάμια !!!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου