Λίγο πριν... Κυριάκος Κάππα.

Decay 1 by julia51
Είχε αρχίσει να νυχτώνει. 
Το σκοτάδι για άλλη μια φορά ανυπόμονα ετοιμαζόταν να κρύψει μέσα στον απεχθή και αφιλόξενο μανδύα του, κάθε τι όμορφο που μπορούσε να δει και να απολαύσει το ανθρώπινο μάτι. Το φεγγάρι δεν φαινόταν πουθενά. 
Τα πυκνά μαύρα σύννεφα που είχαν απλωθεί στον ουρανό από άκρη σ’ άκρη, δεν του επέτρεπαν καν να δοκιμάσει να εμφανιστεί έστω και για λίγο. 
Ο βοριάς φύσαγε παγωμένος. 
Ακόμη και η θάλασσα έδειχνε να χει σκιαχτεί. 
Με βιά και δύναμη όρμαγε από τα βάθη του ορίζοντα, και ταραγμένη ξέσπαγε με τεράστια άτακτα, και χωρίς ρυθμό κύματα, στα αποκαμωμένα βράχια 
που χρόνια τώρα υπομένουν την μανία της.

Ο Οδυσσέας αφού ήπιε τον καφέ του με τον Θόδωρο και την Κατερίνα, φόρεσε ένα ζεστό μπουφάν και βγήκε για να περπατήσει. 
Αυτό τουλάχιστον επικαλέσθηκε σαν λόγο της εξόδου στους θείους του. Βγήκε από την αυλή και άρχισε να περπατά με σχετικά γρήγορο ρυθμό. 
Σήκωσε το φερμουάρ του μπουφάν μέχρι ψηλά στον λαιμό, και κούμπωσε τα δύο κουμπιά του γιακά. Βάδιζε κόντρα στον βοριά και αυτό τον δυσκόλευε. 
Το παγωμένο αγιάζι κατάφερνε να εισχωρεί και να παγώνει το κορμί του, και από το ελάχιστο άνοιγμα των ρούχων του. Κατευθυνόταν προς το πατρικό του. Συνεχώς επιτάχυνε το βήμα του. Στον δρόμο δεν κυκλοφορούσε κανείς. 
Κάτι αδέσποτοι σκύλοι, που έψαχναν απεγνωσμένα απάγκιο να περάσουν την νύχτα τους. 
Μονάχα αυτός με συντροφιά τα χνώτα του που τον ακολουθούσαν, 
και τον ήχο της ανάσας του που γινόταν ολοένα και ποιο βαριά.

Μόλις βρέθηκε μέσα στο σπίτι και άναψε τα φώτα, 
άφησε έναν βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης. 
Αισθάνθηκε ζεστασιά και ασφάλεια. 
Έτσι συμβαίνει συνήθως όταν αναστατωμένοι μπούμε 
στο σπίτι των γονιών μας. 
Έστω και αν δεν βρίσκεται κανείς εκεί. 

Νοιώθουμε πως η θαλπωρή και η σκέπη τους μας περιβάλει, 
και δεν θα επιτρέψει να μας συμβεί κανένα κακό. 
Προχώρησε στο σαλόνι. Ήταν λες και είχε σταματήσει ο χρόνος. Το χριστουγεννιάτικο δένδρο ακόμη στολισμένο, και τυλιγμένο με τα πολύχρωμα λαμπιόνια. Τα περισσότερα δώρα εκεί. Στην βάση του δένδρου δίπλα στην φάτνη, περιμένουν τους αποδέκτες τους να τα παραλάβουν. Στον τοίχο μια χρυσή γιρλάντα, που έλεγε «χρόνια πολλά, καλή χρονιά». Η Κατερίνα είχε συγυρίσει το σπίτι και ερχόταν τακτικά και το καθάριζε. Αυτά όμως δεν θέλησε να τα πειράξει. Σήμαιναν γι αυτούς μια στιγμή της ζωής τους καθοριστική και ιδιαίτερη. Ήταν λοιπόν δικό τους θέμα, αν αυτήν την στιγμή θα την κρατούσαν και θα τους στοίχειωνε, η θα την πετούσαν στα σκουπίδια του χρόνου και των άχρηστων αναμνήσεων και θα την προσπερνούσαν, για να προχωρήσουν μπροστά. Όπως περιεργαζόταν τον χώρο με το βλέμμα του θυμήθηκε τον Αντώνη. 

Κούνησε το κεφάλι του και μόρφασε πικραμένα.
Μπήκε στο δωμάτιο μέσα στο οποίο είχε μεγαλώσει, και πλησίασε την μεγάλη βιβλιοθήκη που εκτεινόταν σε ολόκληρο τον δυτικό τοίχο. Κοίταξε ερευνητικά τα βιβλία στο πάνω ράφι, και η ματιά του σταμάτησε σε μια κασετίνα τεσσάρων βιβλίων. Αδερφοί Καραμάζοφ του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι έγραφε η ετικέτα που ήταν κολλημένη απ’ έξω. Ήταν φτιαγμένη από καπλαμά σκούρας καρυδιάς, λουστραρισμένη τέλεια και κλειδωμένη με ένα μικρό λουκέτο. Την έπιασε και την τράβηξε προς το μέρος του παίρνοντάς την στα χέρια. Μετά έκατσε στο κρεβάτι έχοντας την κασετίνα στα πόδια του. Την ξεκλείδωσε και την άνοιξε σιγά και προσεκτικά. Η κασετίνα δεν περιείχε τους τέσσερις τόμους του γνωστού μυθιστορήματος, αλλά αποτελούσε την κρύπτη ενός περίστροφου. Το έβγαλε και τράβηξε τον γεμιστήρα. Ήταν γεμάτος. Έξι σφαίρες και μία στην θαλάμη. Τον έκλεισε και πάλι. Το παρατήρησε προσεκτικά από όλες του τις πλευρές. Λες και ήθελε να σιγουρευτεί πως όλα είναι εντάξει, και είναι έτοιμο να επιτελέσει το έργο για το οποίο το ήθελε. Μέσα στην κασετίνα υπήρχαν αρκετές ακόμη σφαίρες. 

Η σκέψη του γύρισε πολλά χρόνια πίσω.
Τεταρτοετής τότε στο Πανεπιστήμιο. Ήταν τέλη Μαΐου και οι βραδιά ήταν υπέροχη. Κλασική ανοιξιάτικη νύχτα στην Αθήνα. Ουρανός πεντακάθαρος και με τα άστρα να μην χωράνε στην αγκαλιά του. Ευχάριστη δροσιά που έκανε την ζακέτα και το πουλόβερ, περιττά αξεσουάρ. Οι γλάστρες στα μπαλκόνια, τα περβάζια στις πλατείες, μα και οι ζαρντινιέρες στα πεζοδρόμια, γεμάτες μοβ και λευκά ζουμπούλια, πολύχρωμες ανεμώνες και φρέζες, κάτασπρους ευωδιαστούς υάκινθους. Το έντονο και μοναδικά υπέροχο άρωμα από τις ανθισμένες νεραντζιές, κατέκλυζε κάθε σπιθαμή της πλατείας Βικτωρίας. Οι ιδανικές συνθήκες να απολαύσει κάποιος λίγες στιγμές ξενοιασιάς, σε κάποιο από τα δεκάδες τραπεζάκια που άπλωναν τα πέριξ της πλατείας καταστήματα σε όλη της την έκταση. Εκεί πέρασε την βραδιά του ο Οδυσσέας με την παρέα του, ξεδιψώντας με αρκετή παγωμένη μπύρα, και καταλαγιάζοντας την πείνα τους με λαχταριστή τραγανά ψημένη πίτσα.

Καληνύχτισαν ο καθένας τους άλλους, όρισαν τον τόπο και τον χρόνο της αυριανής συνάντησής τους, και αποχώρησαν οδεύοντας για τον προορισμό τους. Ο Οδυσσέας διέσχισε κάθετα την τρίτης Σεπτεμβρίου και προχώρησε προς την οδό Χέϋδεν, να την ανέβει και να βγει στην Πατησίων. Μόλις έστριψε στο στενό, βρέθηκε αιφνιδιασμένος μπροστά σε ένα δυσάρεστο θέαμα. Τρείς μεγαλόσωμοι άντρες επιτίθεντο με γροθιές και κλωτσιές σε κάποιον άλλον, ο οποίος απελπισμένα και με όλες του τις δυνάμεις προσπαθούσε να αμυνθεί. Μόλις οι τρεις τον αντιλήφτηκαν τον κοίταξαν βλοσυρά.

-Προχώρα ρε και μην κοιτάς καθόλου. Του είπε με τόνο αυστηρό, και με φωνή που δεν έβγαινε από το λαρύγγι του αλλά από τα σπλάχνα του, ο ένας από τους τρείς.
-Γιατί χτυπάτε τον άνθρωπο ρε φίλε;
-Άντε και γαμίσου ρε μαλάκα που θα σε ρωτήσουμε κιόλας, του απάντησε ο τύπος.
-Άσε τα νταϊλίκια ρε ψευτόμαγκα και μίλα μου ποιο καλά. Ούτε οι γυναικούλες δεν τα βάζουν τρεις με έναν.

Ο διάλογος αυτός έδωσε τον χρόνο στον αμυνόμενο άνδρα, ο οποίος επίσης ήταν ογκώδης και γυμνασμένος, να ανασυντάξει τις δυνάμεις και τα κουράγια του και να αντεπιτεθεί στους δύο, ενώ ο τρίτος κινήθηκε απειλητικά προς τον Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας εν τω μεταξύ όπως έχω ήδη αναφέρει, ήταν προικισμένος από την φύση με υπεράνθρωπη δύναμη. Με δύο αστραπιαία και ακριβή χτυπήματα στο πρόσωπο του άγνωστου και προκλητικού άνδρα, τον είχε ξαπλώσει φαρδύ πλατύ στις πλάκες του πεζοδρομίου. Οι άλλοι δύο μόλις είδαν αυτή την εξέλιξη πανικοβλήθηκαν. Στα γρήγορα ανασήκωσαν τον πεσμένο και γεμάτο αίματα στο πρόσωπο φίλο τους, και σχεδόν τρέχοντας εξαφανίστηκαν.

Αφού φύγανε οι ενοχλητικοί ψευτονταήδες, ο Οδυσσέας πλησίασε τον εναπομείναντα άντρα. Έβαζε το σχισμένο πουκάμισό του μέσα στο παντελόνι, και προσπαθούσε κάπως να συμμαζέψει την εμφάνισή του, και να συνέλθει από την ταραχή που αισθανόταν. Το ένα του μάτι ήταν μελανιασμένο και μισόκλειστο από κάποιο χτύπημα που δέχτηκε, ενώ αίμα έτρεχε από την μύτη και το πάνω χείλος του. Τον πλησίασε χωρίς επιφύλαξη, και του έδωσε ένα πακέτο χαρτομάντιλα.

-Πάρε να σκουπιστείς αδερφέ. Έχεις λίγο αίμα στην μύτη και στο στόμα.
-Σ’ ευχαριστώ μέσα από την ψυχή μου του απάντησε εκείνος, κοιτάζοντάς τον στα μάτια με ευγνωμοσύνη. Αν δεν βρισκόσουν εσύ εδώ, μπορεί και να με είχαν σκοτώσει. Λες και σε έστειλε ο Θεός. Πως σε λένε παλληκάρι μου;
-Το όνομά μου είναι Οδυσσέας. Εσύ ποιος είσαι;
-Σ’ ευχαριστώ και πάλι Οδυσσέα. Με λένε Χρήστο Κωσταράκο. Οι περισσότεροι με ξέρουν σαν τον Χρήστο τον Μανιάτη.

-Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς Χρήστο. Έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω, γιατί αυτό πιστεύω πως ήταν το σωστό. Τέλος πάντων, αισθάνεσαι καλά τώρα;
-Ναι Οδυσσέα. Είμαι καλά.
-Τότε λοιπόν να σε καληνυχτίσω, και να σου συστήσω να προσέχεις και να έχεις καλύτερη συνέχεια στην βραδιά σου.
-Όχι Οδυσσέα, δεν γίνεται να φύγεις έτσι.
-Τι εννοείς;
-Το μπαρ στην άλλη γωνία είναι δικό μου. Επίτρεψέ μου σε παρακαλώ να σου προσφέρω ένα ποτό, και μετά πήγαινε στην ευχή του Θεού.
-Δεν είναι ανάγκη Χρήστο. Δεν χρειάζεται να μου προσφέρεις τίποτε. Το ότι είσαι καλά μου αρκεί.
-Σε θερμοπαρακαλώ Οδυσσέα, είναι δική μου ανάγκη να σου προσφέρω κάτι. Έναν χυμό, ένα αναψυκτικό, ένα ποτό, οτιδήποτε θέλεις. Άσε με έστω και με αυτόν τον ευτελή τρόπο να, να σου πω ένα ευχαριστώ. 
Μου έσωσες την ζωή φίλε μου. Επίτρεψέ μου.

-Εντάξει λοιπόν. Πάμε για ένα ποτό στα γρήγορα, γιατί δεν θέλω να ξενυχτίσω απόψε. Πρέπει να ξυπνήσω νωρίς το πρωί.
Μπήκαν μέσα στο νυχτερινό κέντρο και καθίσανε σε ένα τραπέζι σχετικά απομονωμένο από τα υπόλοιπα. Ο φωτισμός πολύ χαμηλός. Το μπορντό χρώμα επικρατούσε παντού. Στην βελούδινη μοκέτα που ήταν απλωμένη στο δάπεδο.
Στην ταπετσαρία που έντυνε όλους τους τοίχους. Στην γύψινη ψευδοροφή όπως και στην δερματίνη που κάλυπτε τις πολυθρόνες. Η μουσική έπαιζε στην διαπασών διάφορα σουξέ της εποχής, ενώ ο ήχος από τα κακής ποιότητας ηχεία ακουγόταν απαίσια. Οι θαμώνες ποικίλανε. Ψηλοί. Κοντοί χοντροί, άσχημοι και όμορφοι. Όλοι τους είχαν κάτι κοινό. Ήταν τόσο μεθυσμένοι, που δεν μπορούσαν καν να σταθούν σωστά στα πόδια τους. Τα πάντα διαδραματίζονταν μέσα σε ένα πυκνό σύννεφο καπνού, που έκανε τα μάτια να τσούζουν και να δακρύσουν και τα ρουθούνια να μπουκώνουν από την βρώμα της νικοτίνης, μπερδεμένης με τα φτηνιάρικα αρώματα των κοριτσιών του μαγαζιού.

Αφού τους σέρβιραν τα ποτά τους, ο Χρήστος ζήτησε συγνώμη και έλειψε για πέντε λεπτά. Χώθηκε σε μια πόρτα που μόλις ξεχώριζε στο βάθος. Όταν βγήκε από εκεί και επέστρεψε στο τραπέζι, ήταν κυριολεκτικά αγνώριστος. Είχε πλυθεί και είχε καθαρίσει τα αίματα από το πρόσωπό του. Το χτύπημα στο μάτι ήταν τώρα μακιγιαρισμένο, με αποτέλεσμα να μην διακρίνεται τόσο έντονα η μελανιά. Είχε χτενίσει τα μακριά μαλλιά του με ζελέ προς τα πίσω, και φορούσε κάτω από το κομψό κουστούμι, γιλέκο και λευκό πουκάμισο. Τράβηξε την καρέκλα και κάθισε δίπλα στον εντυπωσιασμένο από την αλλαγή Οδυσσέα.

-Έγινες αγνώριστος φίλε μου, του είπε ο Οδυσσέας χαμογελώντας.
-Υπερβολές. Συμμαζεύτηκα λίγο ίσα να μην κυκλοφορώ σαν λέτσος. Άντε στην υγειά μας είπε , και τσούγκρισε το ποτήρι με αυτό του Οδυσσέα.
-Αυτή είναι η δουλειά σου; Το επάγγελμά σου εννοώ.
-Ναι, δυστυχώς η ευτυχώς από αυτό το μπαρ βγάζω το ψωμί μου.
-Όχι και τόσο έντιμο ψωμί.

-Να σου πω κάτι Οδυσσέα, ο καθένας σ’ αυτήν την ζωή ψάχνει έναν τρόπο να επιβιώσει. Το πόσο έντιμος η ανέντιμος είναι αυτός ο τρόπος, είναι εντελώς υποκειμενικό. Τις περισσότερες φορές η ζωή, δεν σου δίνει αυτό που ζητάς. Σου δίνει αυτό που εκείνη θέλει. Ίσως να είναι και αυτό που σου αξίζει. Αλλά ακόμη και αυτό ποτέ δεν σου το χαρίζει. Πρέπει να το διεκδικήσεις επίμονα και σκληρά. Άλλα σκεφτόμουν όταν ήμουν έφηβος και τελείωνα την Νομική. Δικηγορικά γραφεία, αγορεύσεις, αποφάσεις υπέρ μου που θα αποτελούν δεδικασμένο και μπούσουλα για όλον τον νομικό κόσμο. Όλα όμως ακυρώθηκαν από ένα πιστοποιητικό, το λεγόμενο κοινωνικών φρονημάτων. Έπρεπε να βρω και εγώ έναν τρόπο να ζήσω. Δεν ξέρω πόσο ποιο έντιμος είναι ο γιατρός που σου ζητά φακελάκι, ο παππάς που θέλει μπαξίσι για να σε παντρέψει, και ο εφοριακός που θέλει το δωράκι του, για να μην σου βρει παράβαση.

-Με συγχωρείς, δεν ήθελα να σε προσβάλω.
-Μην ζητάς συγνώμη, δεν είπες κάτι κακό. Την αλήθεια είπες. Όποιος λέει την αλήθεια δεν έχει να φοβάται για κάτι, μα ούτε και κάποιον λόγο για να ζητά συγνώμη. Εσύ άλλωστε είσαι από αυτούς και ας μην σε ξέρω καλά, που δεν μπορούν ούτε ψέματα να πουν, ούτε και ψεύτικα να πράξουν. Φαίνεσαι αρσενικός πραγματικός. Δεν εννοώ στα μπράτσα και στην δύναμη, αλλά στην ψυχή και την συμπεριφορά.
-Βλέπω στον τοίχο πίσω από τον πάγκο του μπαρ, πως έχεις διάφορες εικόνες αγίων, του Ιησού επίσης και της Παναγίας. Πως και έτσι;
-Γιατί πιστεύω στον Θεό φίλε μου. Πιστεύω και ελπίζω. Αν κάποιος μπορεί να με βοηθήσει να βγω από τον βούρκο που βυθίζομαι ολοένα και ποιο βαθειά, είναι μόνο ο Χριστός μας.
-Εκείνες οι φωτογραφίες με δύο μοναχούς που της έχεις καδραρισμένες, τι είναι;
-Είναι τα δύο μου μεγαλύτερα αδέρφια. Είναι και οι δύο μοναχοί στο Άγιο Όρος.
-Πρέπει να φύγω Χρήστο του είπε ο Οδυσσέας διακόπτοντάς τον, ενώ συγχρόνως σηκώθηκε από την καρέκλα του. Για φαντάσου σκέφτηκε, ολόκληρο εικονοστάσι πίσω από το μπαρ ενός νυχτερινού μαγαζιού. Θρήσκος ο Χρήστος. Αυτό κι αν είναι έκπληξη.
-Όπως θέλεις Οδυσσέα. Το βλέπω πως δεν νοιώθεις και τόσο άνετα εδώ. Ένας από τους συνεργάτες μου σε περιμένει έξω από την είσοδο του μαγαζιού, για να σε μεταφέρει εκεί που θέλεις με ένα αυτοκίνητο. Σε αυτήν την σακούλα που σου δίνω έχω μέσα ένα δωράκι για σένα, και ένα σημείωμα με τα τηλέφωνά μου. Δεν είναι κάτι σπουδαίο, έτσι για να σου πω ευχαριστώ για την βοήθεια σου, και να σου θυμίζει στο μέλλον ότι εμείς οι δυο κάποτε γνωριστήκαμε. Εγώ να είσαι σίγουρος πως ποτέ δεν θα σε ξεχάσω. Είσαι σπάνιος άνθρωπος. Είναι τιμή και τύχη για έναν τυχοδιώκτη σαν και του λόγου μου, που γνώρισα κάποιον σαν και εσένα. Άπλωσε το χέρι του και έσφιξε εγκάρδια τον καρπό του Οδυσσέα. Εκείνος πήρε το δώρο του, και με γρήγορα βήματα προχώρησε προς την έξοδο και χάθηκε πίσω από αυτήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου