Μπροστά στο πιάνο κει το μεγαλόπρεπο
πανώρια κόρη κάθεται
κι απλώνει στ’ άσπρα πλήχτρα του ανάλαφρα
τα χέρια της τ’ ασπρότερα.
Ριγούν αυτά στ’ ονειρευτό της άγγισμα
κι όλο πηδάν χαρμόσυνα
στα χάδια που τα δάχτυλα τ’ αφρόπλαστα
ατέλειωτα σκορπίζουνε.
Και χύνονται στη μυρωμένη κάμαρα
που λάμπει ολοφώτιστη
τρελοί σκοποί, απόκοσμοι, ουράνιοι
και μελωδίες βαγνέριες.
Γιομάτη πόνο μια στροφή ακούγεται,
βαριά χτυπούν τα δάχτυλα,
και σαν σιγοπηδά το πιάνο φαίνεται
πως τρέμει μες στο θρήνο του.
Και τ’ ανθογυάλι’ αυτά που το στολίζουνε
κουνιούντ’, ανατριχιάζουνε
με τ’ άνθια τους μαζί, που χάμω γέρνουνε
θαρρείς από τη λύπη τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου