Αργοκαταίβενα τα ήρεμα ποτάμια,
Αυτούς που με παράτησαν έβλεπα, τους ουτιδανούς.
Στους παρδαλούς πασσάλους δεμένους σαν χαϊβάνια,
Ενώ διασκέδαζαν οι ερυθρόδερμοι με στόχους ζωντανούς.
Ελεύθερος από την έγνοια για πλήρωμα
Με το σιτάρι και βαμβάκι στο αμπάρι,
Μετά απ’ της αντάρας τ’ ολοκλήρωμα,
Με παρέσυρε του ποταμιού το κουβάρι.
Μες στον παλιρροιών τον κοχλασμό και παγωνιά,
Κακοτράχαλος, ρίχτηκα να φύγω απ’ το παρελθόν,
Και οι χερσόνησοι που ξεκολλούσαν από τη στεριά
Δεν γνώρισαν το θρίαμβο πιο άγριων παθών.
Το ξύπνημά μου ευλογούσε της καταιγίδας η οθόνη,
Σαν φελλό με πετούσαν τα τεράστια κυμάτια,
Που κουνιούνται τα πτώματα στης σήψης τη ραστώνη
Και ατέλειωτες νύχτες λαχτάρας για των φάρων τα μάτια.
Σαν απ’ το δάγκωμα του μήλου, πράσινες ρανίδες,
Μες από τα ελάτινα σανίδια εισχωρούσε το νερό.
Ενώ η μάνητά του έπλυνε εμετό, κρασιού κηλίδες,
Κι έριξε κάτω το τιμόνι το καματερό.
Παραπλανιέμαι από τότε στου ωκεανού το Ποίημα
Καπνόασπρο, που διαπερνιέται από άστρων κύματα,
Σαν πνιγμένος, πιστός στο αιώνιο αίνιγμα,
Να πλέει ως σημάδι φωτεινό μες στα νοήματα.
Όπου των τόνων γαλάζιων αλλάζονται οι δρόμοι
Και η ουσία θεοδιαβολική των αρτηριών η υγρή,
Πιο δυνατά από τις λύρες σας και πιο μεθυστικά από το ρούμι,
Του έρωτα αναβράζει την πίκρα πορφυρή.
Είδα του ουρανού με αστραπές το διάνθισμα
Και των σίφουνων μανιασμένων ρους,
Αυγές πιο έξαλλες απ’ τον περιστερών φτερούγισμα,
Και είδα όσα δεν φαντάστηκε ο ανθρώπινος νους.
Τον ήλιο κατάχαμα, με στίγματα βλοσυρά,
Απίθανα πυκνή μενεξεδένια καταχνιά,
Και με ηθοποιών αρχαίων νωθρή φορά,
Εθιμοτυπικά και ρυθμικά βαδίζουν πλοία με πανιά.
Την νύχτα πράσινη οραματίστηκα, των παθών μου την πτήση,
Πως φίλησα τα μάτια σκοτεινά των θαλασσών.
Χείμαρρους, τις φλέβες να φουσκώνουν απ’ τη στύση
Και να ξεχύνονται στις κόγχες-αβύσσους ωκεανών.
Μήνες άκουγα όταν, σαν χίλια βόδια
Τα κύματα μουγγρίζουν τρώγοντας το βραχονήσι τερατώδες,
Και δεν πίστευα πως μπορούν της Μαρίας τα διάφωτα πόδια,
Να δαμάσουν του Ωκεανού το λαρύγγι θορυβώδες.
Ω! Φλορίδες! Πολύχρωμων, αινιγματικών τόπων,
Όπου τα άνθη κοιτάζουν με μάτια ζαρκαδιών,
Που κρέμονται μες στο νερό οι ανταύγειες των ουράνιων
Είδα εγώ μέσα στους βάλτους δύσοσμους,
Πως σάπιζε ο Λεβιάθαν μέσα στην καλαμιά,
Ανεμοστρόβιλο που σήκωνε τη λίμνη, απότομους
κατακλυσμούς, Των μακρινών καταρρακτών την καταχνιά.
Βουνά από τους σεντεφένιους πάγους,
Κόλπους μυχούς με ξεράσματα των καραβιών,
Όπου ως τα οστά φαγωμένα απ’ τους κοριούς αδηφάγους,
Πέφτουν φίδια από το ύψος γλοιωδών κλαδιών.
Είδα και κάτι άλλο, ενάντιο στης φύσεως των νόμων
Το ωδικό χρυσοφόρο ιχθύς, που ήταν σπυρωτός.
Νανουρισμένος από τον αφρό των ανώμαλων δρόμων,
Ανυψωνόμουν – με τη δύναμη ανέμου – φτερωτός.
Συχνά στον μάρτυρα δυχτιασμένο με συντεταγμένα,
Η θάλασσα με κύμα άπλωνε κοράλλιο αρπακτικό.
Ή ανθοταξιών μπουμπούκια επιλεγμένα,
Και σαν γυναίκα ‘γω κοκάλωνα από τον θαυμασμό.
Στο κατάστρομα όρνια μάλωναν
Με μάτια ασπροκίτρινα και μοχθηρά,
Και τα άστεγα πτώματα σκαρφάλωναν
Στο αμπάρι σαθρό τα όνειρά μου να μοιραστούν απατηλά.
Των ορμίσκων τα πλοκάμια να με κρατήσουν δεν μπορούν,
Και ο τυφώνας μ’ εξορίζει σε ουρανούς χωρίς πουλιά,
Το μεθυσμένο από το αλάτι σκελετό μου δε θα βρουν,
Ούτε οι νέοι Μονίτορες, ούτε της Χάνσας τα πλοία παλιά.
Εξυψώθηκα φορώντας ομίχλωμα χρωμοφόρο,
Και τρύπησα την στέγη τ’ ουρανού την ημισφαιρική,
Όπου για ποιητές καλούς, θεσπέσιο δώρο –
Τρέχουν δάκρυα γαλάζια και βλέννα αστρική.
Στις ανταύγειες ηλεκτρικές οργίαζε του Θεού το νταούλι
Μαινόταν κάτω μου ο ωκεανός σαν σατανάς,
Γκρέμιζαν με ροπαλιές τον Θόλο οι Ιούλιοι
Και κούφωνε του φλεγόμενου αβύσσου-ουρανού ο σαματάς.
Φρίκιασα από του Βεεμώθ τον ρόγχο στον οργασμό του
διάπυρο, Κι όταν άκουσα το σφύριγμα του Μάελστρομ
στο βραχοτόπι.Εγώ ο λάτρης ταξιδιών στο γαλανό το
άπειρο, Αλλά κατάβαθά μου αγαπώ τη γηραιά Ευρώπη.
Είδα αστερισμούς αρχιπελαγών κι είδα νησιά με κήπους,
Που σαν ζωγραφιά απίθανοι, φανταστικοί.
Στις απύθμενες νύχτες κρύβεται, μήπως
Το σμήνος από χρυσά πουλιά – ρώμη μελλοντική.
Έκλαψα πολύ! Οι αυγές καημούς προκαλούν μόνο.
Πικρός ο ήλιος και το φεγγάρι φαρμακερό σαν όπιο,
Κι έκρεε ο έρωτας με ψυχοκτόνο πόνο,
Ω! ας έσπαγε η καρίνα μου σε πυθμένα κάποιο.
Ευρώπη… Λαχταρώ των λιμανιών της τα ήρεμα νερά.
Στην άκρη της ακτής σε μια γαλήνια εσπερίδα,
Ένα αγόρι σκυθρωπό παρατηρεί σιωπηρά
Το καραβάκι του αιθέριο σαν χρυσαλίδα.
Δεν μπορώ πια, στην ραθυμία των κυμάτων να παραδοθώ,
Των πλοίων φορτηγών τις νηοπομπές να συνοδεύω,
Κατ’ απ’ των ποντονιών τα άγρια μάτια να διαβώ,
Των διάφορων εθνών πολύχρωμα παράσεια ν’ αγναντεύω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου