Μιά ήσυχη βραδιά η αποψινή. Γλυκιά σαν μέλι.
Η ώρα οκτώ και κάτι κι εγώ να θέλω κολασμένα έναν καφέ.
Η διαδρομή σχετικά κοντά με τα πόδια μιας και η βραδιά το
επέτρεπε. Νοέμβρης μήνας και λες και είναι ακόμα άνοιξη.
Η κίνηση στο δρόμο έχει αρχίσει...
Άν και είναι νωρίς ακόμα για την έξοδο του Σαββάτου.
Φτάνω στο καφέ και ψάχνω για τραπέζι κοντά στο τζάμι να
κοιτά στο δρόμο. Κάθομαι και περιμένω χαζεύοντας έξω.
Στάλες βροχής κάνουν αισθητή την παρουσία τους πάνω στο
τζάμι κατρακυλώντας σαν δάκρυα. Είμαι τυχερή...σκέφτηκα.
Έφυγα δίχως ομπρέλα με τη μυρωδιά της άνοιξης. Και κοίτα
τώρα... θυμίζει φθινόπωρο.
Η βροχή δυνάμωσε ξαφνικά και οι δρόμοι γέμισαν αυτοκίνητα
με νευρικούς οδηγούς που πατούσαν τις κόρνες τους
εξαγριωμένοι. Ο δρόμος έξω από το τζάμι φαινόταν σαν
φρεσκοσυρωμένος από τα νερά της βροχής.
Κι έχει ξαφνικά τόση πολύ υγρασία.
-Έναν καφέ παρακαλώ...
-Τέτοια ώρα καφέ;
-Ναι...τον έχω ανάγκη...ευχαριστώ.
(Τί τον νοιάζει τί ώρα θέλω εγώ τον καφέ μου;)
Έξω τα κορναρίσματα δεν λέει να σταματήσουν.
Κίνηση, βιασύνη και νεύρα.
Πολλά νεύρα.
Μόλις ακούμπησε ο σερβιτόρος τον καφέ μου και πριν προλάβω
να πω γουλιά ακούστηκε φρενάρισμα κι ένα χτύπημα έκανε
όλους όσους ήταν στο καφέ να βγούμε στο δρόμο.
Σαν υπνωτισμένη και με την υγρασία να πετονιάζει το δέρμα μου
πλησιάζω. Στην βρεγμένη άσφαλτο ένα παλικάρι αιμορραγεί.
Το μηχανάκι του λίγα μέτρα πιο κει. Τον πλησιάζω...
Πλήθος γύρω του κοιτά με περιέργεια...
-Χτύπησες πολύ;...τον ρωτάω.
-Μπα...γρατζουνιές.
Το κινητό μου γαμώτο...έσπασε το κινητό μου πέφτοντας.
Μιλούσα μαζί της...Θα ανησυχεί.
Θα με ψάχνει τώρα.
Άκουσε που έπεφτα.
-Θυμάσαι το νούμερό της; τον ρώτησα.
Να...πάρε απ' το δικό μου.
-Είναι έγκυος...είναι το κορίτσι μου.
Σ'ευχαριστώ πολύ
Καλεί...
Ναι μωρό μου...όλα καλά μην ανησυχείς.
Έρχεται ασθενοφόρο...
Θα κάνω εξετάσεις και θα φύγω.
Δεν Θ' αργήσω.
Σ'αγαπώ.
-Ακούγοται οι σειρήνες του ασθενοφόρου.
Λίγο μακριά ακόμα αλλά έρχεται.
-Ευχαριστώ...μου λέει και πιάνει την κοιλιά του.
-Πονάω πολύ...μου λέει.
-Πού πονάς;
-Να εδώ...στην κοιλιά μου.
-Φτάνει το ασθενοφόρο μη μιλάς, ηρέμησε.
Θα περάσει.
Όλα θα περάσουν.
Τίποτα δεν είναι.
-Κάντε στην άκρη.
Δεν βρίσκω σφυγμό.
Χάνει τις αισθήσεις του.
Γρήγορα οξυγόνο.
-Ξέρει κανείς πώς τον λένε;
-Ναι εγώ ...Μιχάλη.
Μιχάλη τον λένε.
Τον περιμένει το κορίτσι του.
Είναι έγκυος...Αυτό ξέρω μόνο.
-Μακριά...
Φέρε τον απινιδωτή.
-Πίσω...Όλοι πίσω.
Τον χάνω...τον χάνω.
Μιχάλη...Μιχάλη...
Γράψε...
Ώρα θανάτου...εννιά.
Τον παίρνουν στο ασθενοφόρο και φεύγουν.
Τα μάτια μου θολά από δάκρυα ή απο τη βροχή δεν ξέρω...
Γυρνάω ράκος στο καφέ.
Τρέμω και τυλίγω τα χέρια μου γύρω μου ασυναίσθητα.
Τόσο νέο παιδί...
Πόσο γρήγορα γίναν όλα.
Σε μιά στιγμή.
-Μιά βότκα παρακαλώ...
-Μα εσείς δεν είπιατε γουλιά από τον καφέ σας. Δεν ήταν καλός;
-Τώρα θέλω ποτό...πειράζει;
Το στομάχι μου ύστερα από όλο αυτό κοντεύει να σπάσει.
Η κίνηση στο δρόμο ίδια.
Η υγρασία τρυπώνει απ'τα τζάμια του καφέ και περόνιαζε όλο μου το κορμί.
Πίνω μιά γουλιά απ'το ποτό και κοιτώ έξω.
Έχει μιά υγρασία απόψε η νύχτα...
Και μιά απουσία συνάμα....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου