Η Ζωζώκα... Σοφία Σταθαρού.

Κάποιος κάπου,κάποτε σε μια εποχή που όταν ήμουν παιδί και τότε στις απόκριες ντυνομασταν και κάναμε βόλτες στα σπίτια κάποιος μου μίλησε για την Ζωζωκα.
Εκεινη την ημέρα είχα ντυθεί με κάτι ρούχα μεγαλιστικα της μαμάς,είχα φορέσεις ροζ φτερά γύρω από το λαιμό,και μια ξανθιά περούκα,που όσο την έφτιαχνα, τόσο αυτή μαδαγε.
Για να τελειώσω το ντύσιμο είχα βάλει και ενα κατακόκκινο κραγιόν στα χείλη μου.
Η φίλη μου, όταν με είδε ντυμένη με αυτά τα ρούχα με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και με ένα ύφος μπορώ να πω μελαγχολικό μου είπε : "Μου θυμίζεις την Ζωζωκα "
"Ποια είναι"; Απόρησα μιας και δεν την είχε αναφέρει ποτέ ξανά.
"Η γιαγιά μου μίλησε για αυτήν,λίγο πριν αρχίσει να τα χάνει."
Έτσι αρχισε να μου λέει την ιστορία της,αλλά θα σας την πω,όπως την θυμάμαι, βλεπετε έχουν περάσει και τόσα χρόνια...
"Η Ζωιτσα, μεγάλωσε και γεννήθηκε στην Αθήνα. Ήταν το μοναδικό παιδί της οικογένειας μιας και η μαμά της μόλις έγινε τριών ετών την άφησε και εξαφανίστηκε.
Βρηκε ένα πλούσιο που πουλούσε είδη προίκας,της έταξε αγάπες και τα παράτησε όλα. Έμεινε ο Ηλίας να έχει ένα μωρό 3 χρόνων να πρέπει να το φροντίσει. Λίγο,η κούραση,λιγο το μωρό που έψαχνε την μάνα ο Ηλίας το έριξε στο ποτό.
Όχι μόνο στο ποτό,στο αλλά και στις γυναίκες. Όλες στην Συγγρού γνώριζαν τον Ηλία με την Ζωζωκα. Μιλούσε πολύ για την κόρη του βλέπετε ο Ηλίας. Ποτέ δεν ακούμπησε το παιδί,το λάτρευε,ας θύμιζε τόσο την μάνα του. Καμιά φορά,αν είχε πιει πάρα πολύ,τις ελεγε πόσο ίδιες είναι και έκλαιγε.
Λίγο οι καταχρήσεις,λιγο οι γυναίκες,ο Ηλίας έφυγε για την γειτονιά των αγγέλων και έμεινε μόνη η Ζωιτσα 13 χρονών κοριτσάκι,μονη,χωρίς κανένα στον κόσμο. Σχεδόν μόνη.
Οι κοπέλες που έμαθαν για τον θάνατο του Ηλία, αποφάσισαν να αναλάβουν την Ζωιτσα. Την πήραν κοντά τους και έκαναν ότι μπορούσαν να την αναθρέψουν σωστά.
Όσο όμως και αν την πίεσαν, ακόμη και αν της είπαν να σπουδάσει, η Ζωζωκα, δεν άλλαζε γνώμη και ήθελε να ακολουθήσει το αρχαιότερο επάγγελμα.
17 χρονών ήταν όταν αποφάσισε να πάει πρώτη φορά με άντρα. Αλλά όχι με όποιον να είναι. Σαν πρώτο πελάτη και πρώτο άντρα που θα ακουμπούσε το κορμί της, διάλεξαν τον Παντελή.
Εναν νεαρό, 27 ετών παντρεμένο.
Ήταν ένας ήρεμος νεαρός και τακτικός πελάτης εκεί.
Κάθε Κυριακή ερχόταν να περάσει λίγες ξέγνοιαστες στιγμές με κάποια από τις κοπέλες.
Η Ζωζωκα, εκείνη την ημέρα ήταν αγχομενη και ντροπαλή μπορώ να πω. Δεν ήξερε, η μάλλον ήξερε αλλά δεν είχε ποτέ ακουμπήσει ποτέ άλλος άντρας το κορμί της. Όλοι αυτοί που πήγαιναν εκεί, ήταν μεθυσοι, βιαιοι κάποιοι και δεν θα πρόσεχαν το τρυφερό κορμί της. Μόνο ο Παντελής ήταν κύριος.
Όταν ο Παντελής άνοιξε την πόρτα και την είδε μπροστά του, κάτι μέσα του σκιρτισε και ότι δεν είχε νιώσει για την γυναίκα του ένιωσε για εκείνο το μαζεμένο μικροσκοπικό κοριτσάκι που έμεινε να τον κοιτάζει φοβισμένα. Τότε την πλησίασε αργά.
Δεν έκανε κάποια κίνηση ούτε προσπάθησε να την πιέσει σε κάτι. Με αργές κινήσεις τις έπιασε το χέρι και την τράβηξε κοντά του. Εκείνη δέχτηκε και σιγά σιγά, άρχισε να περνει θάρρος. Άρχισε να την φιλάει και όσο του επέτρεπε εκείνος γινόταν κ ποιο διαχυτικος. 
Την έβαλε να ξαπλώσει στο κρεβάτι και την φίλησε τόσο απαλά που ένιωσε το κορμί της να το διαπερνά ένα ρίγος. Σιγα, σιγά άρχισε να της αφαιρεί τα λιγοστά ρούχα ενώ εκείνη δεχόταν κάθε χάδι και φιλί του. Δεν άργησαν να γίνουν ένα και η Ζωιτσα να δει για πρώτη φορά, πως είναι να λιώνεις στα χέρια κάποιου άντρα.
Βεβαια δεν ήταν όλες οι φορές της με όλους τους πελάτες της έτσι. Πολλές φορές έκλεινε τα μάτια και σκεφτόταν τα χάδια κ τα φιλιά του Παντελή. Έτσι μπορούσε να αντέξει τους ποιο σκληρούς πελάτες της.
Όσοι όμως και αν πέρασαν από την ζωή της, η από το κρεβάτι της, κανένας δεν κατάφερε να μπει στην καρδιά της.
Ο Παντελής πιστός της πελάτης κάθε Κυριακή ήταν εκεί να περίμενει πως και πως για ένα της χάδι, για ένα της φίλι.
Η Ζωζωκα όμως όσο και αν τον ποθουσε, όσο και αν τον λατρεύει δεν του επέτρεψε ποτέ να χαλάσει το σπίτι του.
Δεν ήθελε τα παιδιά του,να νιώσουν την ίδια απόρριψη που ένιωσε και η ίδια όταν ήταν παιδί. Όταν η μητέρα της έφυγε με κάποιον άλλον και την άφησε μόνη της.
Το μόνο που ήθελε ήταν ένα παιδί. Ένα δικό του παιδί,να έχει κάτι δικό του. Μόνο αυτό ζητούσε.
Δεν είχε σκοπό βέβαια να του το πει ποτέ.
Δεν ήθελε να τον χωρίσει. Όχι δεν ήταν αυτός ο σκοπός της εξάλλου. Απλά αν είχε ένα παιδί μαζί του, θα μπορούσε να φύγει. Να κάνει μια νέα αρχή με το παιδί της.
Όσο και να παρακαλούσε τον Θεό που πίστευε δεν τις έκανε την χάρη.Μέχρι που μια μέρα, κατάλαβε πως ναι είχε πλέον στα σπλάχνα της το μωρό που λαχταρούσε. Ήταν έτοιμη να αποσυρθεί, οι πελάτες είχαν αρχίσει να λιγοστεύουν. Τόσα χρόνια ένα κομποδεμα το είχε. Ένα πρωινό του Αυγούστου χαιρέτησε τις λιγοστές της φίλες,χαιρέτησε και τον Παντέλη και έφυγε. Δεν είπε σε κανένα τίποτα.
Όταν έμαθε ο Παντελής για το μωρό από τις κοπέλες ήταν πλέον αργά,η Ζωζωκα είχε εξαφανιστεί από την Αθήνα.
Ήθελε να τις πει ότι η γυναίκα του ήταν άρρωστη, δε τον ήθελε δίπλα της,ούτε τα παιδια,είχαν μάθει για το μωρό,για την ίδια,τον έδιωξαν από το σπίτι.
Όσο και να έψαχνε δεν μπορούσε με τίποτα να τους βρει.Είχε αρχίσει να χάνει τις ελπίδες του.Έμενε μόνος σε ένα διαμέρισμα και είχε αρχίσει να μαραζώνει.. Γινόταν σαν τον Ηλία τον πατέρα της Ζωιτσας δεν είχε λόγο ύπαρξης... Μερικά χρόνια αργότερα οταν το μωρό μεγάλωσε και ρώτησε για τον μπαμπά του, η Ζωιτσα άρχισε να ψάχνει. Έπρεπε να πει στον Παντελή για αυτό το μωρό. Ήθελε να ξερει. Δεν ζητούσε τίποτα από αυτόν.
Αν και βαθιά μέσα της ήθελε να είναι μαζι του. Να γίνουν οικογένεια, έστω και έτσι. Μία Δευτέρα πρωί, πέρασε από την παλιά της δουλειά και πήγε να δει τις λογιστές τις φίλες. Ρώτησε και για τον Παντελή και αν ήξεραν που μένει. Κάποιες από τις κοπέλες είχαν κρατήσει επαφη μαζί του και και τις είπαν το νέο του διαμέρισμα.
Έμαθε ότι είχε χωρίσει και έψαχνε παντού να την βρει.
Όταν έφτασε έξω από το διαμέρισμα του, πήρε μια βαθιά ανάσα και χτύπησε δειλά την πορτα .
Είχαν περάσει 5 χρόνια από τότε που είχε να τον δει.
Όταν τον αντίκρισε θυμήθηκε τον μπαμπά της.Άρχισε να του λέει πόσο μα πόσο λυπάται και πόσο λάθος έκανε που έφυγε μακριά του. Έπεσε στην αγκαλιά του και έκλαιγαν και οι δύο με αναφιλητα σαν μικρά παιδιά.
Η Ζωζωκα πήρε τον Παντελή δίπλα της μακριά από την Αθήνα,είχε βρει καταφύγιο σε ένα χωριό του Μεσολογγίου.
Εκεί άρχισε να τον φροντίζει, μέχρι που ο Παντελής έγινε τελείως καλά. Εμειναν μαζί σαν παντρεμένοι,όσα χρόνια τους επέτρεψε ο Θεός. Η Ζωιτσα όταν πέρασαν πολλά χρόνια και γέρασε αρχισε να τα χάνει,να μην θυμάται ποια πολλά πράγματα. Πάντα όμως ζηταγε τον Παντελή της,τον πρώτο της έρωτα,την πρώτη της αγάπη.. Τον πρώτο άνθρωπο που τις έμαθε τι είναι έρωτας και τον αγάπησε με όλη της την καρδιά. Έφυγε μια βροχερή Τετάρτη του Μάρτιου πηγε να βρει τον Παντελή της." Μετά από όλα αυτά που άκουσα εκείνη την μέρα,δεν ήθελα ούτε να ντυθώ,ούτε να πάω πουθενά. Κάθησαμε σπίτι με την φίλη μου και είδαμε τηλεόραση. Οπότε ακούω για κάποια Ζωη κατευθείαν σκέφτομαι την Ζωζωκα τον κόκκινων σπίτιων.
Ένα μόνο έχω απορία πώς έμαθε η γιαγιά της φίλης μου για την Ζωζωκα. Πώς ήξερε η κυρα Νίκη την ιστορία.
Ποτέ δεν μάθαμε. 
Καμιά από τις δύο μας.
Βλέπετε η κυρά Νίκη είχε αρχίσει να τα χάνει και πάντα ζηταγε τον Παναγιώτη της.
Ακόμα και στο τέλος της. Ζηταγε τον έρωτα της ζωή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου