Πανώρια κόρη! Σαν την έβλεπε
ο χρόνος, σταματούσε!
Στην λίμνη των παραμυθιών
έλουζε τα μαλλιά της!
Κρυμμένος στα φυλλώματα
την παρακολουθούσε ,
ο Κένταυρος των κεραυνών
που σκλάβα την καρδιά της,
κρατούσε μ’όρους μυστικούς,
στο σπήλιο του κρυμμένη..
Τα νούφαρα που μπλέκονταν
στα κρινοδάκτυλά της,
τα μαλακά χλωρόκλαδα
κι η όχθη η ανθισμένη,
δίνανε όψη απόκοσμη ,
στραφτάλιζε η θωριά της!
Ριχνόταν κατα πάνω της!
Φιλήδονα απαιτούσε,
να την κρατήσει στην σκληρή
και άβολη αρπάγη,
που την ονόμαζε αγκαλιά!
Μα εκεινη αναζητούσε,
μόνο καθάριες θάλασσες
και ανοιχτά πελάγη.
Η αλογίσια του οπλή,
τραυμάτιζε το σώμα,
τους απαλούς της τους μηρούς,
τα τρυφερά της στήθη,
οταν με βιά την έσερνε ,
στις πέτρες και στο χώμα!
Ευχότανε να λιγωθεί
και να χαθεί στην λήθη.
Ζούσε στο φόβο της σκλαβιάς,
πονούσε στις λαγόνες,
στο κάθε σφιχταγκάλιασμα
του φοβερού δυνάστη!
Σκιαζόταν την λαγνεία του,
τους άδικους κανόνες,
που ορίζαν την πορεία της,
στο μαγικό του χάρτη.
Λάξευε επιτήδεια
την σκέψη και το νου της,
ένα πειθήνιο όργανο
την είχε καταντήσει.
Εκείνη προσευχότανε,
στα πλάτη τ'ουρανού της,
τρόπο να βρει ο μέγας Ζεύς
να τηνε βοηθήσει.
Πήγασο με λευκά φτερά,
άτι παραδεισένιο,
της έστειλε απ΄τους ουρανούς,
που αλλαζε μορφή.
Ενα ανθρωπόμορφο Θεό,
με βλέμμα βελουδένιο,
που την ανέβασε ψηλά,
στου Ολύμπου την κορφή.
Πόσο απαλά τα πούπουλα,
κάτω από τα φτερά του!
Πόσο γλυκά τ’αγγίγματα,
τα τρυφερά του χάδια!
Κούρνιασε στην αγκάλη του,
άκουγε την καρδιά του,
και ξέχασε τα ζοφερά,
του Κένταυρου σκοτάδια..
...Τριάδα Ζερβού...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου