Η Καρδία μου 'Ηταν Πουλί... Εύα Λόλιου.

Αυτό το πουλί δεν έχει όνομα. Είναι από την διορατικότητά σου
ότι πετά χαμηλά πάνω απ’ το νερό κι άλλες φορές απ’ το
Γιβλαρτάρ και τον Βόσπορο ή απλώνει τα φτερά του προς
το νότο. Συχνά κουρνιάζει στην καρδιά μου σαν βραδιάζει
που είτε απ’ τα αστέρια, είτε απ’ την ανατολή πλοηγείται..

Οταν φυσάει, όταν βρέχει δε φέρεται σαν κουτορνίθι,
μα *λουμώνει πάλι εκεί για να προφυλαχτεί, βαθιά
στον κόρφο μου. Άλλωστε του ’χα διδάξει τις διαφορές ανάμεσα
στις ξόβεργες και τα βεργιά και πως ακόμη τα πρώτα είναι
τοποθετημένα στην οπή ενός μικρού καλαμιού απ’ αγκάθι
και τα δεύτερα αμολυτά πάνω στα κλαριά πασαλειμμένα με
κόλλα.. Κι όλοι αυτοί οι κίνδυνοι ότι παραμονεύουν στα
πιο μοναχικά δέντρα που το μικρό μου πουλί βλέπεις, ιδιαίτερα
συμπονούσε κελαηδώντας στα γυμνά κλαριά τους.

Ήτανε μήνας της άνοιξης θυμάμαι, π’ αχάραγα ξυπνήσαμε για να
του μάθω τούτα τα δύσκολα γράμματα στήνοντας καρτέρι
στο καρτέρι των πουλοπιαστών κι ακόμη πόσο μου μοιάζαν
που μ’ αγάπαγε.. «Είναι μωρέ και δαύτοι μ’ ανθρώπινα μάτια,
πρόσεχε..», του μίλησα μια εσπέρα π’ άργησε κι έτρεμα για την
ζωή του. Μα η λιλιπούτεια ψυχή δε πίστευε τα λόγια μου
κι έπρεπε να του δείξω τούτη την σκληράδα του κόσμου.
Πήγαμε που λες και στηθήκαμε πίσω απ’ μια φουντωτή
πικροδάφνη περιμένοντας σιωπηλοί να ακούσουμε τα πρώτα
βήματα στην ανηφοριά του λόφου.Στη κορυφή μόλις
ξεδίπλωνε τα φύλλα του το δέντρο πουξύπνησε κι ένιωσα
την καρδιά του πουλιού μου να πεταρίζει για να φτάσει
σιμά του. Του ’ριξα μια αυστηρή ματιά κι έτσι μάζεψε
αμέσως τα φτερά του.

Δεν πέρασε πολύ ώρα και να ’τοι φορτωμένοι παραμάσχαλα
με τα όπλα τους οι άνθρωποι, γκόρτσιες και κλουβιά στα χέρια
που το καθένα μέσα είχε κι ένα πουλί για κράχτη..
Τα τοποθετούσαν έπειτα σταυρωτά και καμουφλαρισμένα
τέσσερα με έξι μέτρα μακριά απ’ τις παγίδες στο δεντράκι..
Με την ανατολή του ηλίου σμήνη πουλιών κατέφτασαν
απ’ τον ουρανό και γιόμισαν την μικρή πλαγιά με τα ανάκατα
κελαηδίσματα τους. Γαρδέλια, λούγαροι, φανέτα και φλώροι,
μπουλούκι τ’ έρμα για το πιο πηχτό σκοτάδι..
(Που ομολογώ πως έκλαψα κρυφά μετά που είδα να κυλούν
μαύρα τα δάκρυα απ’ την πληγωμένη αθωότητά του..)
Δεκάδες απ’ αυτά κολλούσαν τα πόδια τους στις ξόβεργιες
και στα βεργιά και για να γλιτώσουν τα καημένα φτεροκοπούσαν
τόσο δυνατά που φυλακίζονταν αμέσως τα πετάγματά τους..
Και η πιο σκληρή εικόνα που είδε το πουλί μου, ήταν όταν
αργότερα τα ξεκολλάγανε απ’ το μισολιπόθυμο δέντρο...
Κι όσα ήταν πεθαμένα φίλε μου, άκου οι απάνθρωποι
τι πράττανε.., τα ξεπουπούλιαζαν επιτόπου για να τα ψήσουν
αργότερα με αυγά σε κάποιο νταβά για να τα φάνε... Γι΄ αυτό
το πουλί μου δεν έχει όνομα, επίτηδες για να μην το φωνάζουν..

Είναι από την διορατικότητα σου να αντιληφθείς ότι ακόμη πετά
χαμηλά πάνω απ’ την θάλασσα κι άλλες φορές απ’ την Σκιάθο ,
την Σκύρο και τον Παγασητικό κόλπο ή απλώνει τα φτερά του
προς την ανατολή. Συχνά κουρνιάζει στο στήθος μου σαν
βραδιάζει που είτε απ’ την δύση, είτε απ’ το φεγγάρι οδηγείται..
Όταν ξεροβοράει , όταν χιονίζει δε φέρεται σαν ηλίθιο,
μα κρύβεται πάλι εκεί για να προφυλαχτεί.. Κάποτε σταυρώνεται
που γλύτωσε απ’ τους θηρευτές κι είναι μικροί οι φόβοι
του θανάτου σαν κι όλα μας τα βάσανα, π’ αναίσθητο γέρνει
στην καρδιά μου για να αποκοιμηθεί.

*λουμώνει - κρύβεται.
''Οι ξόβεργες και τα πουλιά''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου