Εξοχικό του 1970... Κατερίνα Πήττα.

Δεν προλάβαιναν να κλείσουν τα σχολεία κι όλη η οικογένεια, ξημέρωνε, στο "εξοχικό"! Έξι - εφτά χρονών παιδάκι τότε κι όλα μοιάζουν, σα να ήταν χθες!
Το "εξοχικό" μας!
Πέντ' έξι χιλιόμετρα, έξω απ' το χωριό, καταμεσής στον απέραντο κάμπο! Μια καλύβα, στερεωμένη σε ξύλινα δοκάρια, ντυμένη με καλαμιές! Κι απέξω, νάυλον! Για προστασία από καμία ξαφνική, καλοκαιρινή μπόρα!
Για πόρτα, μια υφαντή κουρελού! Από τον αργαλειό της γιαγιάς! Πολύχρωμη και φανταχτερή! Μέσα, στην καλύβα (τη λέγαμε και καλατζιούκα, δεν ξέρω γιατί) δύο κρεβάτια από τάβλες (ένα για τους γονείς κι ένα, για μας τα παιδιά) και για στρώμα, λιοπάνες, μ' ένα σεντόνι από πάνω! Μια πετρογκάζ, μια κατσαρόλα κι ένα τηγάνι, ένα μπρίκι για τον καφέ και το γάλα! Πέντε πιάτα, δυο φλιτζάνια, χωρίς πιατάκια, κουταλοπίρουνα, μια κανάτα με ποτήρια! Όλα, σκεπασμένα με μία καθαρή πετσέτα, μέσα σε ένα τελάρο εργοστασίου!!! Από το δοκάρι, κρεμασμένος ένας καθρέφτης, ένα προσόψι, μία τσατσάρα κι ένα βρυσάκι τοίχου, μ' ένα πράσινο σαπούνι, από πάνω του!
Απέξω, ένα πρόχειρο κιόσκι. Από καλάμια κι αυτό. Καθισμένοι, στον ίσκιο του, τρώγαμε, χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο τελάρο για τραπέζι και μικρά για καθίσματα!
Στον ίδιο ίσκιο ο πατέρας, τελάριαζε τις ντομάτες!
Κι ολόγυρα, όπου έφτανε το μάτι ατέλειωτες βραγιές με ντομάτες! Στα παιδικά μάτια οι αποστάσεις, φαντάζουν ακόμη μεγαλύτερες!
Μόνο σε μιαν άκρη, δίπλα στην καλύβα, έστεκε περήφανο το μικρό μας περιβολάκι! Γεμάτο, ζαρζαβατικά! Πιπεριές, κολοκύθια, μελιτζάνες, μπάμιες, κρεμμύδια, σκόρδα, πατάτες! Απ' όλα τα καλά του Θεού, είχε το περιβολακι μας! Κι ολόγυρά του, βασιλικά, κατιφέδες και αραποσίτια! Περνούσες από δίπλα του και μοσχοβόλαγε ο τόπος!
Η μέρα, άρχιζε από νωρίς για τους γονείς! Σχεδόν αχάραγα! Νίβονταν, χτενίζονταν, έπιναν λίγο καφέ κι αμέσως δουλειά! Με ποδιές στη μέση, ανάμεσα στ' αυλάκια και τις βραγιές, μάζευαν τις ντομάτες! Απ' αυτές ζούσαμε! Απ' αυτές προερχόταν, το εισόδημά μας, πριν ασχοληθούμε με τα καπνά!
Μάζευαν, όσες ήταν για κόψιμο και φαίνονταν μα κι όσες ήταν κρυμμένες ανάμεσα στις πυκνές φυλλωσιές τους, ανασηκώνοντας προσεκτικά τις κλάρες, για να μη σπάσουν! Ντομάτες σχεδόν γινωμένες κι αγουρωπές!
Τις άδειαζαν από τις ποδιές στα τελάρα, που είχαν παρατάξει κατά μήκος των αυλακιών!
Κι ύστερα κουβάλημα των τελάρων, έξω από το χωράφι, κάτω από το κιόσκι! Έτοιμες, για τελάριασμα! Αυτή, ήταν αποκλειστικά δουλειά του πατέρα! Η μάνα, μόλις τελείωναν το μάζεμα, πήγαινε στη στέρνα κι έβαζε μπροστά τη μηχανή, για να ποτίσει! Το νερό, έφτανε στο χωράφι, μέσα από φαρδιά λάστιχα, που έμοιαζαν με τεράστια χοντρά φίδια!
Δύσκολη δουλειά το πότισμα! Μην ξεχειλίσουν τ' αυλάκια, μη "σπάσουν" οι γλάστρες, που συγκρατούσαν το νερό μέσα τους και πάει χαμένο το νερό και διψάσουν και οι ντομάτες!
Εν τω μεταξύ, ο πατέρας, αντί για σαπούνι, έκοβε μια άγουρη ντομάτα, την άνοιγε στη μέση και μ' αυτήν έτριβε τα χέρια του, ξεπλένοντάς τα στο νερό, που ήδη είχε φτάσει κι έτρεχε, άφθονο!
Και η μάνα, με τα λαστιχένια της παπούτσια και ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο στο κεφάλι, μέσα στον καυτό ήλιο, με το φαρδύ της ξινιάρι, άρχιζε το πότισμα!
Ο πατέρας, έβγαζε το καταϊδρωμένο πουκάμισό του και το άπλωνε στον ήλιο, να στεγνώσει. Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη μυρωδιά του ιδρώτα του...Μια ευλογημένη μυρωδιά μόχθου και γης! Κι άρχιζε το τελάριασμα! Σκέτη, ιεροτελεστία!
Παρακολουθούσα, με πόση αγάπη, έπιανε τις ντομάτες, τις στριφογύριζε με μαεστρία στο χέρι του και τις ταίριαζε μεταξύ τους! Τέσσερις σειρές, μέσα στο κάθε τελάρο! Στη βάση, έμπαιναν οι μικρότερες κι από πάνω, για μόστρα, οι πιο μεγάλες! Στρουμπουλές και σφιχτές, ροδοκόκκινες, γεμάτες άρωμα και φρεσκάδα! Το απαραίτητο γυάλισμα, με το βρεγμένο και στιμένο πανάκι κι έτοιμο το τελάρο! Ύστερα, το άλλο, το άλλο...Ατέλειωτα, έμοιαζαν τα τελάρα, στα μάτια μου! Τα ντάνιαζε το ένα πάνω στο άλλο κι ήταν έτοιμα, για την παραλαβή από τον έμπορο, της Λαχαναγοράς! Ακόμη, θυμάμαι τ' όνομά του! Μαστορίκος! Και πόσο καμάρωνε, ο πατέρας, κάθε φορά που ο έμπορος του έλεγε: μπράβο, ρε Γιώργο! Έχεις ντομάτες ΑΑ! Και κάθε δύο τρεις εβδομάδες, κατά την παραλαβή, τον πλήρωνε!!! Με την καλύτερη τιμή! Πώς, να μην καμαρώνει? Την άξιζε αυτήν την τιμή! Ποτέ, δεν του έδωσε σκάρτο πράγμα! Προτιμούσε, να το πετάξει! Γι' αυτό, δεν άλλαξε ποτέ του, έμπορο! Είχαν δημιουργήσει μια σχέση εμπιστοσύνης και φιλίας!
Εμείς, τα παιδιά, στα μικράτα μας, απλοί παρατηρητές! Μεγαλώνοντας, βοηθούσαμε σχεδόν στα πάντα εκτός από το τελάριασμα! Αυτό, είπαμε: ήταν δουλειά του πατέρα!
Βλέπαμε και μαθαίναμε ασυναίσθητα τα πάντα! Και παίζαμε! Ώρες ατέλειωτες! Ανάμεσα στις βραγιές! Γλιστράγαμε στα ποτισμένα αυλάκια, πέφταμε, γινόμαστε ένα με το χώμα και τη λάσπη! Κι ούτε που μας ένοιαζε!
Περνάγαμε, απο το μικρό περιβολάκι και κόβαμε, ανάμεσα απ' τα σπαθωτά φύλλα των καλαμποκιών, τους αγίνωτους καρπούς τους, για να φτιάξουμε κούκλες! Οι θύσσανοί τους, έμοιαζαν με μαλλιά κι είχαν διάφορα χρώματα! Τους πλέκαμε κοτσίδα! Κι έτσι, από το τίποτα, αποκτούσαμε κούκλες! Άλλη με ξανθά, άλλη με άσπρα, άλλη με ροζ, άλλη με κοκκινωπά μαλλιά!!! Ήταν οι πιο όμορφες κούκλες!
Κι αν κάναμε το λάθος, να πλησιάσουμε τις μπάμιες, παρασυρμένα, απ' τα φανταχτερά λουλούδια τους, νάσου φαγούρα και κακό!
Ολη μέρα, τριγυρνούσαμε στον ήλιο! Τα καπέλα ηταν πολυτέλεια! Ούτε αντηλιακά, ούτε τίποτα! Βόλτες, μέχρι το χωματόδρομο! Βόλτες, μέχρι τη στέρνα! Ξαπλώναμε καταγής με τα κεφαλάκια μας να καθρεφτίζονται στο νερό της και παρατηρούσαμε τα βατράχια και τα νερόφιδα, που φιλοξενούσε! Κανένας φόβος! Βλέπεις, ήταν άλλοι καιροί! Πραγματικοί, όμορφοι, μοναδικοί! Ήμασταν ένα με τη φύση! Ένα με το χώμα!
Τα μεσημέρια, η μάνα μαγείρευε! Όλα, απ' το περιβολάκι μας! Τι ομελέτες, με φρέσκα κολοκυθάκια, τι φασολάκια, τι γεμιστά κατσαρόλας, άντε και καμιά μακαρονάδα ή χυλοπίτες!!! Κρέας, όταν πήγαινε ο πατέρας στη Νεμέα, με το μηχανάκι του! Και το ψωμί μας, πάντα ζυμωτό! Καρβέλι, που το παίρναμε μαζί μας, απ'το χωριό! Εκείνο το άγιο ψωμί, που κρατούσε τη φρεσκάδα και τη μυρωδιά του, μέρες!!!
Μόνο τα μεσημέρια μαζευόμασταν! Να φάμε και να κοιμηθούμε, για να συνεχίσουμε τις "εξερευνήσεις" μας, τ' απόγευμα! Μέχρι να δύσει ο ήλιος και πάλι δεν προφταίναμε! Δε μας έφτανε η μέρα!
Κι όταν νύχτωνε, προσμπουκίζαμε κάτι (ό,τι μας είχε μείνει από το μεσημέρι) και μέναμε, ως αργά, έξω από την καλύβα! Δεν είχαμε ρολόγια! Δεν ξέραμε, τι σημαίνει ώρα! Χαζεύαμε τον ουρανό και τ' αστέρια! Πώς έλαμπαν τότε τ' αστέρια!!! Κι ανασαίναμε τις μυρωδιές, που η δροσιά της νύχτας, τις έκανε ακόμη πιο έντονες, ακόμη πιο γλυκές! Μυρωδιές ζωής! Από το περιβόλι μας, από τη ποτισμένη γη, από τις καλαμιές και τα βούρλα, ανακατεμένες με τον τίμιο ιδρώτα της μάνας και του πατέρα!
Κι αποκαμωμένα, από την "κούραση" της μέρας, πέφταμε για ύπνο! Σε κείνα, τα υποτυπώδη κρεβάτια! Κι ήταν ένας ύπνος λυτρωτικός, ξεκούραστος, βαθύς! Τι κι αν μας έλειπαν τα πουπουλένια μαξιλάρια, τα στρώματα τα μαλακά κι οι πολυτέλειες? Εμείς, νιώθαμε πως είχαμε τα πάντα! Κι ούτε θυμάμαι, τι όνειρα βλέπαμε...Θυμάμαι μόνο, πως ήμασταν, ευτυχισμένα! Ήμασταν αληθινά παιδιά!
Έτσι, περνούσαμε τα καλοκαίρια μας.
Στο "εξοχικό" μας!
Στο πιο όμορφο "εξοχικό" όλης μου της ζωής!


Γιατί οι μνήμες των παιδικών χρόνων, οι μνήμες της γης μας,
δεν ξεχνιούνται, ποτέ!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου