Ήταν όταν τελείωσε ο σεισμός
και το πέρα δώθε του
μόλις είχε σιγήσει.
Σκούπιζα τα μάτια μου
καθώς ανέμιζε η σιωπή στο δωμάτιο
και η θάλασσα είχε βγει έξω
για να σωθεί η βιβλιοθήκη.
Η φαντασία σου ανοιγμένη
μίλαγε στίχους εξιλαστήριους
για το εγκλειστήριο δωμάτιο.
Έμφοβο το όνειρο
ψιθύριζε παλιές μπαλάντες
να στάξει λίγο φως
στο βαρυπενθές σκοτάδι.
Ήσουν ένα σούρουπο καθόλου χρηστικό
μια ανατολή με διπλωμένα φτερά.
Δεν μπορούσε να σ' αγγίξει
κανείς άλλος
πέραν της παλιάς σου στιγμής.
Δεν ήθελες να σ' αγγίξει κανείς άλλος
εκτός της βροχής.
Κι ήτανε πέρασμα δρόμου μεθυσμένου
το δωμάτιο πριν το σεισμό.
Κι όλη η αμάθεια στην αθωότητα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου