Αν οι καιροί το σθένος σου κουρσέψουν
και της ψυχής μαράνουν τα παρτέρια,
αν όνειρα κι ελπίδες μισέψουν
και θαμπώσουν της ζήσης σου τ’ αστέρια,
αν στου πόνου τα θαμπά λημέρια,
και στης ψυχής σου τα απόσκια χαθείς,
ξεφυλλίζοντας της μνήμης τεφτέρια,
χλωμό να βρεις την ευτυχία που ποθείς.
Δολερά χέρια, τους ανθούς θα κλέψουν,
θ’ αφανίσουν της ζήσης τα καλοκαίρια,
δε θα βρεις ελπίδες για να σε θρέψουν,
των προσδοκιών μάταια τα καρτέρια,
με τις ξόβεργες άδειες στα χέρια,
ιχνηλατώντας γωνιά για να σταθείς,
κι αν εντοπίσεις τα πεφταστέρια,
χλωμό να βρεις την ευτυχία που ποθείς.
Σε βάλτο σιωπής θλίψεις θα θεριέψουν,
του ανέλπιδου αιχμηρά μαχαίρια,
τα φτερά των πόθων θα σου κλαδέψουν,
άφαντα της χαράς τα περιστέρια,
αδειανά θα κοιτάς τα δυο σου χέρια,
κι αν σε γκρίζους ορίζοντες χαθείς,
απλά με τον πόθο να ‘βρεις γη στέρια,
χλωμό να βρεις την ευτυχία που ποθείς.
Φυλακισμένος σε σιωπής μιζέρια,
πώς σε χαράς κύμα να αναδυθείς,
αν τις φτερούγες δεν ανοίξεις πλέρια,
χλωμό να βρεις την ευτυχία που ποθείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου