Ακόμα θυμάμαι τα βήματά της,
τριγύριζε αθόρυβα απο δωμάτιο σε δωμάτιο
μέσα στο μεγάλο πέτρινο σπίτι
ανοίγοντας διάπλατα τις πόρτες.
Το σπίτι εγκαταλειμμένο τώρα.
Δεν έμεινε τίποτα που να την θυμίζει.
Οι τοίχοι μισογκρεμισμένοι βρώμικοι και μαύροι,
η πόρτα γερασμένη, με τα σημάδια του χρόνου
να έχουν χαραχτεί ανεξίτηλα επάνω της.
Ένα άχρηστο ερείπιο
στέκει σαν φάντασμα εκεί και περιμένει,
μετράει το πέρασμα του χρόνου
σαν κάτι ακόμα να καρτερεί.
Μια μουσική που και που ακούγεται
μέσα από κάποιο δωμάτιο
όλο και πιο σιγά, όλο ποιο λυπημένα,
σαν και αυτή να ξεψυχάει.
Ενα πιανο παρατημενο, φθαρμενο , γερασμενο,
οπως μια ανθρωπινη ψυχη
που την πηρε η κατω βολτα,
που εχασε την φώνη της, την ελπιδα ,
την λαμψη που ειχε καποτε,
σάν η ζωη και η μοιρα της
να ηθελαν να την αφησουν στα αζητητα,
στο περιθωριο, στο μαρασμο!!!
Κάποτε είχε ζωή γεμάτη μελωδίες,
που αντηχούσαν γυρω,
και σκορπούσαν ομορφα συναισθηματα.
Που εφτιαχναν ονειρα, που χαριζαν γαληνη
και μεγαλείο ψυχής...
Κάπου κάπου ένας πιανίστας μπαίνει φοβισμένα,
κάθεται δειλά στο πιάνο και το κοιτάζει
σαν να είναι η πρώτη του φορά...
Παίζει πάντα στον ίδιο το σκοπό,
πάντα το ίδιο το τραγούδι.
Ένα τραγούδι που έγραψε πριν κάποια χρόνια,
ένα κρύο βράδυ του Γενάρη.
Το βράδυ που τα σύννεφα προσκύνησαν την γη.
Εκείνο το μοιραίο βράδυ που αναπάντεχα έφυγε εκείνη.
Δίνει παρόν σε κάθε νότα η μοναξιά,
κάθε νότα και μια εικόνα,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου