Αντίκλεια... "Ποιητικός Μονόλογος"... Τζούλια Πουλημενάκου.

Περιγραφή Κειμένου.
Η Αντίκλεια είναι η μητρική μορφή της γερόντισσας
στου Ομήρου την «Οδύσσεια», η μάνα του Οδυσσέα.
Ο καημός της για τον μισεμό του γιου της την οδήγησαν
στον θάνατο, μη αντέχοντας την επί πολλά χρόνια
απουσία του. Ο Όμηρος παρουσιάζει την Αντίκλεια στην
ραψωδία λ, γνωστή ως «Νέκυια», όπου ο Οδυσσέας
κατεβαίνει στον Άδη για να επισκεφτεί την ψυχή του
μάντη Τειρεσία και να πάρει τον χρησμό, που θα τον
οδηγήσει στον νόστο, δηλαδή στην επιστροφή στην
πατρίδα του την Ιθάκη.
Το κείμενό μου είναι μια ποιητική συλλογή-σύνθεση,
ένας προσωπικός μονόλογος της Αντίκλειας, της μάνας
που υμνεί τον γιο της. Μιλάει η ψυχή τής μάνας και
απευθύνεται στον γιο της τον Οδυσσέα, όταν τον συναντά
στον Άδη. Η Αντίκλεια μέσα στον σπαρακτικό της λόγο,
συμβουλεύει, ενθαρρύνει και παράλληλα παροτρύνει
τον γιο της Οδυσσέα να βγει δυνατός και νικητής από όλα
αυτά τα δεινά που στόχο έχουν την αναζήτηση
του εσωτερικού εαυτού του, με προορισμό την
προσωπική του Ιθάκη. Η σχέση μάνας-παιδιού είναι
ανθρώπινη, αρραγής και δε σπάει ούτε με τον ίδιο τον θάνατο.
Ακόμα και στην άλλη ζωή η μάνα θα είναι εκεί αιώνια
και θα βρίσκεται κοντά στα παιδιά της.

Αποσπάσματα από την «Αντίκλεια» 

α΄

       Για σένα ύμνο και συνάμα προσευχή

στον Ουρανό θα πέμψω,

πάμφωτο αστέρι της ψυχής μου

μονάκριβέ μου Οδυσσέα

βασιλιά της πολύπονης Ιθάκης

σπλάχνο από τα σπλάχνα μου·

βυθίστηκες στη σιωπή της αδυσώπητης λήθης

και ανεξιχνίαστος μένει ο καμβάς

της ζωής σου

στις εφτά θάλασσες,

στους βαθυκύανους ωκεανούς

της δύσμοιρης πορείας σου

προς το φωτεινό πέρασμα

της ποθεινής λύτρωσης…

[…]

Η σελήνη πύρινος κύκλος, θαρρείς·

πνίγει και πυρπολεί την ψυχή μου!

Αχ! πόσο λαχταρώ 

να σε σφίξω στην αγκαλιά μου

πριν ο χρόνος με τραβήξει στην άβυσσο…

β΄

[…]

Άραγε θα ανακαλύψεις ποτέ

το μυστικό κλειδί που ξεκλειδώνει

τις απατηλές ψευδαισθήσεις

οδηγώντας νου και ψυχή

στον αληθινό δρόμο της ελευθερίας;

Άραγε, άραγε θα κατανοήσεις κάποτε

την αληθινή φύση των πραγμάτων

ξεπερνώντας τον φθαρτό εαυτό σου

εκεί στους θαλασσοδαρμούς

του ατίθασου Ποσειδώνα;  

[…]

γ΄

[…]

Ήχοι απ’ τη χαρούμενη φωνή σου

σκορπούσαν την ανάσα σου,

– πνοή δική μου –

στο παιδικό σου δωμάτιο·

άγουρες μνήμες

κατακλύζουν το μυαλό μου…

Σαν καθρέφτης αόρατος

η ζωή σου,

η ζωή μου!

Και μετά, μετά σιωπή.

Κι ύστερα, ύστερα όλα χάθηκαν…

Μ’ ακούς που σε καλώ απεγνωσμένα;

Ακούς στα πέρατα της γης

την ηχώ της φωνής μου ν’ αντιλαλεί;

Aκούς την κραυγή μου

που σπάει τα σύνορα;

Μ’ ακούς;

δ΄

[…]

Εδώ, ναι εδώ

στο θλιμμένο πέλαγος

στο σκότος του μαύρου ωκεανού

στις εσχατιές του Άδη

δίχως το φως του ήλιου

εδώ, στην αθέατη διάσταση της συνείδησης

η ανάγκη σου για θυσία και προσφορά

απελευθερώθηκε,

ενώθηκαν οι ζωντανοί με τους πεθαμένους

με αίμα αθάνατο…

Έγινες γέφυρα και μετέφερες

τον ήλιο, εδώ,

εδώ στις παρυφές

του σκοτεινού τού Άδη

θέλοντας ν’ ανταμώσεις

του μάντη Τειρεσία την ψυχή,

με προτροπή της Αιαίας Κίρκης

που θα σου αποκάλυπτε

τον μυστικό χρησμό

για την επιστροφή σου στην πατρίδα,

την ποθεινή Ιθάκη…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου