Γυναίκα η Νύχτα και φορεί τα ενώτια σύθαμπά της
προσμένοντας για να παρθεί μες στις ερμιές του κόσμου
με τον χλωμό της έρωτα, που λένε Λυκαυγές.
.
Αλλοίμονό του αν δεν αυτό ταίρι τη νιώσει κι ούτε
μαύρο μαντήλι δεν κρατεί στο καλωσόρισμά της
καθώς εκείνη αδημονεί στην κλίνη της ομίχλης.
.
Τότε αρχινάει και του θρηνεί και σιγοκλαίει σαν βρέχει
με την ανάσα της βαριά σαν ουρλιαχτό του ανέμου
ξεσπάει σε κείνον με θυμό γυναίκας προδομένης.
.
Σκούρα Τσιγγάνα που μισεί χιμάει να το ξεκάνει
μα δε που σμίγει γιατί φως λιγόζωο την αγγίζει
τόσο, που χάμω κείτεται το σώμα και σφαδάζει.
.
«Ποια πλησμονή να νιώσω εγώ και ποια για σένα αγάπη;»
Το Λυκαυγές τη βλαστημάει και διώχνει την να φύγει
δείχνοντάς της την άβυσσο που ζει την κολασμένη.
.
Τότε του ορθώνει το κορμί και καταριέται σάμπως
όλα μαζί τα επίθετα να ξεχυθήκαν κι όλα
.
.
©Γιώργος Ν. Μανέτας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου